Φαντάσματα
Η Σάντρα, λικνίζεται προκλητικά, στο ρυθμό της μουσικής του λαϊκού βάρδου και ινδάλματος των χωρικών του Ελικώνα Αντρέα Τσαούση, που ακατάπαυστα και σχεδόν στη διαπασών ακούγεται από τις ηχητικές εγκαταστάσεις όλων των κέντρων διασκέδασης της περιοχής. Αφήνει, το ακόμα καλλίγραμμο κορμί της, να υπόσχεται παράδεισους, γαίες επαγγελίας και μακάρων, αλλά κανείς από τους ερωτοδύναμους νεαρούς, στην ταβέρνας του Λουκά του Γκίκα στο Κυριάκι, δεν ενδιαφέρεται για παράδεισους εξερευνημένους κατ’ επανάληψη μέχρι την τελευταία τους πτυχή.
Έτσι, η μοναδική μούσα που παρέμεινε ζωντανή χωρίς να αυτοεξοριστεί από τον αλλοτριωμένο Ελικώνα, χορεύει μόνη της, για τους παλιούς της έρωτες, που αόρατοι και πιστοί μαζεύτηκαν γύρω της και την καμαρώνουν…
Οι γηραιοί θαμώνες, θαυμάζουν το χορό της κι αναπολούν τη νιότη τους, οικτίροντας τη ζωή που επιτρέπει στο χρόνο να οξειδώνει ανεπανόρθωτα τα σώματά κι αφήνει την ψυχή τους ανέπαφη, κορίτσι ερωτιάρικο, έτοιμο να πυρπολήσει και ν’ αποτεφρωθεί στις ερωτικές κονίστρες. Και να ήτανε, λέει, πενήντα χρόνια νεότεροι, έφηβοι όπως και η ψυχή τους, να την αρπάξουν στην αγκαλιά τους και ν’ αντιβουίσει το φαράγγι της Κλεισούρας από τις φωνές και τους αναστεναγμούς του πολεμοχαρούς έρωτα, που αλυσοδεμένος μα αγέραστος, λυσσομανάει αδάμαστος μέσα στα σπλάχνα τους…
Οι νέοι, ούτε που καταδέχονται πλέον να κοιτάξουν το χορό, μιας από τις ιέρειες που τους μύησε για πρώτη φορά στα ιδιαζόντως φωτερά, ζοφερά μυστήρια του έρωτα. Της γυναίκας που η αγκαλιά της εξέδωσε τα απαραίτητα πιστοποιητικά και πέρασαν θριαμβευτικά στις τάξεις των αρσενικών που αντρώθηκαν πλέον και μπορούν να στηριχτούν στα δικά τους πόδια και να μπουν ως ισότιμα μέλη, στα ανδροκρατούμενα καφενεία και τις ταβέρνες του χωριού τους.
Αχάριστη νεολαία, σκληρή... Κανένα βλέμμα πλέον, αντίδωρο, στις απελπισμένες βουβές επικλήσεις της γερασμένης αλλοδαπής ευεργέτιδας θεάς, που ηθελημένα εξόκειλε στο χωριό τους.
Όταν ο άντρας της τελείωσε τη δουλειά του και θα επέστρεφε στη Γαλλία, αυτή αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, έμεινε εδώ, στη χώρα του έρωτα, στη χώρα που κατοικούν οι Θεοί και συγκεκριμένα ένας Θεός, αγαπημένος, πανέμορφος, ο Μάρκος.
Σκληρός και ανελέητος, όπως οι περισσότεροι θεοί, μα εξόχως αγαπημένος. Εκείνη, δεν ζήταγε τίποτε άλλο παρά μόνο να είναι κοντά του, να τον ακούει που αναπνέει, να τον βλέπει που ζει, που χαμογελάει, που της ρίχνει, ελεημοσύνη, ένα βλέμμα να την δροσίσει και να την συνταράξει. Κι όταν του περισσεύει για χάρη της ένα χάδι, να την ανεβάζει στους ερωτοφλεγείς ουρανούς, ένα φιλί να βάζει το σεισμό μέσα της να χορεύει ξέφρενα, μια ονειρεμένη αγκαλιά να δυναμιτίζει το διάπυρο κορμί της, να το κόβει σε μικρά κομμάτια, μόρια, άτομα, να εισχωρεί μέσα τους και να τα διασπά με αλλεπάλληλους εκκωφαντικούς κρότους, να υψωθούν μανιτάρια φωτιάς στους γαλαξίες, και να ξεσπάσει ερωτική αστραποθύελλα με απρόβλεπτες συνέπειες για την σταθερότητα του κόσμου. Και η τέφρα του σώματός της, ευτυχισμένη να πλημμυρίσει το σύμπαν, να στροβιλίζεται μέσα σ’ ένα συμπαντικό κυκλώνα, μέχρι που να συμπτυχθεί και να γίνει ένα μικρό, ερωτευμένο, φωτεινό αστέρι με τ’ όνομά της.
Και να μείνει εκεί, μακριά, να μην μπορούν να την προσβάλλουν οι άξεστοι χωρικοί, να μην μπορούν να την φτάσουν οι πολυπληθείς έρωτες του Μάρκου και οι δικοί της οι άπειροι να την μαχαιρώνουν, να μπορεί να κοιτάζει από ψηλά τους αγαπημένους της, σε απόσταση ασφαλείας γιατί οι αγαπημένοι πληγώνουν, μα πιο πολύ να βλέπει το Μάρκο και ν’ αγάλλεται η ψυχή της.
Αμέτρητοι άντρες πέρασαν από τη ζωή της κι όλοι αγαπημένοι. Μα όταν πριν από τριάντα χρόνια, έλαμψε στη ζωή της ξαφνικά ένας καινούργιος ήλιος, που ανέτειλε μεσάνυχτα πίσω από την τζαμόπορτα της ταβέρνας του Λουκά και έκανε τους άλλους ήλιους της να εξαφανιστούν από προσώπου στερεώματος των ουρανών, ντροπιασμένοι οι ολιγόφωτοι, τότε η ζωή της άρχισε να μετράει από την αρχή. Βαφτίστηκε στη θάλασσα της Αντίκυρας και καθάρισε το πολυχαϊδεμένο της σώμα. Είπε “σ’ αγαπώ” και εξάγνισε τ’ απειροφιλημένα της χείλη. Η ψυχή της αστραποβόλησε αγνότητα. Ξαναγεννήθηκε. Σ’ αυτό το σημείο απέναντί της, είδε πριν από χρόνια να διαγράφεται στο σκοτάδι μια θεία μορφή. Ο Μάρκος της. Κι έγινε η ευτυχέστερη των θνητών. Ευτυχέστερη των Θεών.
Μια τέτοια νύχτα, σαν την αποψινή, πριν από τριάντα χρόνια, έπινε και ξεφάντωνε μαζί μ’ έναν από τους “σταθερούς” της έρωτες, τον Μιχάλη Αυγερινό, έναν από τους ισχυρότερους άντρες του εργοστασίου.
“Πάρε και μια φίλη σου”, της είχε πει, γιατί του άρεσαν οι δίδυμες συγκινήσεις.
“Ένα κουσούρι έχω κι εγώ, μ’ αρέσουν οι γυναίκες”, ομολογούσε στους φίλους του και τους ανωτέρους του που τον επιτιμούσαν ζηλόφθονα. Ήταν κατά τα άλλα δίκαιος, γαλαντόμος, απλός. Αν του ζητούσε χάρη ένας εργαζόμενος, δεν έλεγε ποτέ όχι. Αν του ζητούσε χάρη μια γυναίκα, έλεγε πάντα ναι, πριν καλά – καλά του εκθέσει το αίτημά της.
“Τις γυναίκες δεν πρέπει να τις στενοχωρούμε. Πρέπει να είναι χαρούμενες για να μπορούν να μας δίνουν χαρά”.
“Όλες τις γυναίκες, ακόμα και τις άσχημες”; ρωτούσαν οι αδαείς.
“Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες. Τα μάτια σας είναι ανίκανα να εκτιμήσουν την ομορφιά”.
Ανύπαντρος ο Μιχάλης Αυγερινός, ήταν ένα πρότυπο άντρα. Και στην εμφάνιση και στην ισχύ. Ο λόγος του ήταν ένα συμβόλαιο τιμής, με τη βούλα της αντρειοσύνης τυπωμένη επάνω του, που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Ποτέ δεν είχε δώσει υπόσχεση χωρίς να την τηρήσει. Ποτέ δεν του έδωσαν υπόσχεση χωρίς ν’ απαιτήσει την τήρησή της. Κι ήταν σκληρός, αμείλικτος με τους παράσπονδους. Αν και δεν ήταν ο Διευθυντής του εργοστασίου, τίποτε σχεδόν δεν γινότανε χωρίς να ερωτηθεί. Οι δημόσιες αρχές ζητούσαν την άδειά του για το παραμικρό. Αλλιώς, τις πήρε και τις σήκωσε. Μόνο με τις γυναίκες δεν είχε κανονισμούς και τύπους, παρά μόνο έναν απαράβατο κανόνα. Τα έδινε όλα.
Εκείνο το βράδυ, είχε πάρει η Σάντρα, τη φίλη της την Ζαν και με την πολυτελή μερσεντές του, ανέβηκαν στο Κυριάκι, στην ταβέρνα του Λουκά και ξεφάντωναν.
“Au santé1”, τιτίβιζαν αυτές χαδιάρες και τον αγκάλιαζαν.
“Γεια μας αγάπες μου”, τσούγκριζε το ποτήρι του κι αφηνότανε στα χάδια τους. Και οι άλλοι άντρες γύρω του, αφού δεν μπορούσαν κι αυτοί να πράξουν το ίδιο, ζήλευαν άχρι θανάτου και εφεύρισκαν κανόνες κατά τους οποίους ο Μιχάλης έπρεπε να συμπεριφέρεται κοσμιότερα και να μην χαριεντίζεται δημόσια. Αλλά ο Μιχάλης, ανθρωπογνώστης, άφηνε επάνω στο κέφι τα κορίτσια του να περιδιαβούν τα τραπέζια με τους σεμνότυφους θαμώνες, και πίνοντας σταυρωτά τα ποτήρια μαζί τους, ν’ ανατρέπουν τις θεωρίες τους περί κοσμιότητας.
Και ήταν εκείνη τη νύχτα ξεφαντώματος, που η Σάντρα είδε να διαγράφεται στο τζάμι της πόρτας το θείο πρόσωπο του Μάρκου.
“Θεέ μου, ένας Έλληνας Απόλλωνας”, αναφώνησε.
“Φώναξέ τον Cheri”.
“Τον τέλω mon amour2”, πυροβολούσε κατά ριπές η Σάντρα, με τα χειλάκια της να τρέμουν και την καρδούλα της να χτυπάει δυνατά, χωρίς να νοιάζεται, αν ο θόρυβος αποκάλυπτε τα αισθήματα που πυρπόλησαν την καρδιά της στο αντίκρισμα του νέου.
Ο Μιχάλης κοίταξε τον νέο που άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην ταβέρνα. Για πρώτη φορά ο Μιχάλης ένοιωσε σαν υποδεέστερη ερωτική υπόσταση. Πρώτη φορά ζήλεψε και ήθελε να ήταν κάποιος άλλος. Σύγκρινε τον εαυτό του με το νεοφερμένο άντρα, κοίταζε τη βουλιμία στα μάτια των Γαλλίδων που με το στόμα ανοιχτό τον θαύμαζαν, φανταζότανε πως οι δυο τους, ο Μιχάλης και ο νεοφερμένος, πολιορκούσαν την ίδια γυναίκα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να στεφανώσει τον εαυτό του νικητή σ’ ένα τέτοιο άνισο αγώνα.
“Κάτσε να σε κεράσουμε νεαρέ”, είπε ο Μιχάλης, κλώθοντας σχέδια για τον Άδωνη που μπήκε στην ταβέρνα, ξεσπίτωσε τα μυαλά των Γαλλίδων και ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα.
Ο νεαρός, έσκυψε το κεφάλι για ν’ αποφύγει το επιτιμητικό βλέμμα του Λουκά του ταβερνιάρη που είχε έρθει και στάθηκε απέναντι του.
“Πού γύριζες πάλι ρε ζαγάρ’ ”;
“Εδώ γύρω, πατέρα”.
“Άφησέ τον να κάτσει μαζί μας Λουκά”, είπε ο Μιχάλης ευγενικά, αλλά χωρίς περιθώρια αντίρρησης.
“Άστονε να κάνει καμιά δουλειά κυρ Μιχάλη, στη χάση και στη φέξη τον βλέπω”.
“Δεν κάνει για την ταβέρνα το παιδί Λουκά. Άσε να τον πάρω στο εργοστάσιο”.
“Να τον πάρεις. Να γλυτώσει το χωριό από τις πομπές του. Να τον ρίξεις μέσα στο καμίνι, να ησυχάσω”.
“Έννοια σου Λουκά, θα τον στρώσω. Φέρε, σερβίτσιο, φέρε και μια σαμπάνια να πιούμε. Γιορτάζουμε απόψε”.
Ο Μιχάλης, είχε σοβαρό πρόβλημα με τις γυναίκες που τον περιτριγύριζαν. Καμιά τους δεν ήθελε να τον αφήσει οικειοθελώς, αλλά και καμιά δεν του έκανε καρδιά να διώξει ο ίδιος. Ποια όμως θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στο ερωτικό κάλεσμα του πανώριου ετούτου άντρα, που το λυγερό και γυμνασμένο του κορμί έμοιαζε με μπρούτζινο άγαλμα των Δελφών; Που η μελαψή του μορφή και το απύθμενο διαπεραστικό του βλέμμα μπορούσαν να καθηλώσουν και να ημερέψουν ολόκληρη φυλή πολεμόχαρων αμαζόνων. Μαύρες νύχτες ερέβους τα μάτια του, θα μπορούσαν να εκμαυλίσουν και να παρασύρουν στον όλεθρο ακόμα και τις ιέρειες της Αρτέμιδος που είχαν ορκιστεί ισόβια παρθενία. Ποια θα γύριζε να κοιτάξει τον Μιχάλη, όταν είχε μπροστά της τον Απόλλωνα να της γνέφει και να της χαμογελάει, υποσχόμενος αθανασία; Ποια θα είχε το θάρρος, όταν ο Απόλλωνας έλυε το δεσμό τους, να επιστρέψει ικέτιδα στον σκληρό για τους παράσπονδους Μιχάλη;
“Très heureux 3” , ψέλλισαν οι κυριούλες, όταν ο Μιχάλης έκανε τις συστάσεις. Για όλη την υπόλοιπη βραδιά, ξέχασαν την παρουσία του Μιχάλη και κόλλησαν κυριολεκτικά πάνω στα σμιλευμένα από τον Πραξιτέλη μπράτσα του Μάρκου.
“Τέλεια”, αναλογίστηκε χαρούμενος ο Μιχάλης που επιτέλους βρήκε μια λύση για το πρόβλημα που τον ταλαιπωρούσε. Θα έπαιρνε τον Μάρκο σαν βοηθό του “επί ειδικών κοινωνικών θεμάτων” και θα ησύχαζε.
Κι έγινε τότε η Σάντρα ευτυχέστερη των Θεών. Μα οι ζηλόφθονες θεοί δεν έστερξαν σε κάτι τέτοιο. Αδιαφορούν βλέποντας τους άλλους θεούς γύρω τους ευτυχισμένους. Παραβλέπουν την ευτυχία των τρανών της γης. Βλέπουν όμως ένα μυρμήγκι να κατέχει ένα σπυρί περιφρονημένο, που έπεσε από το πλούσιο τραπέζι της δικής τους θεϊκής ευωχίας και δυσανασχετούν.
“Τι θέλει ετούτο το ασήμαντο ον ανάμεσα στους Μάκαρες”;
“Πως μπορεί άπτερο να περιδιαβαίνει τον έβδομο ουρανό”;
“Πως τολμά να αισθάνεται ευτυχέστερη ημών”;
“Εμείς κατέχουμε περιουσίες έρωτα, διαθέτουμε απύθμενες στέρνες απόλαυσης και σε τέτοιο επίπεδο ευτυχίας δεν φτάσαμε ποτέ”.
“Εις το πυρ το εξώτερον”!
Κι αρπάζουν το σπυρί από την αγκαλιά της. Το ποδοπατούν, το σκοτώνουν, το εξαφανίζουν. Θεοί ζηλόφθονοι, κακοί, άδικοι Θεοί. Έβαλαν ένα κεραυνό στα χέρια ενός μασκοφορεμένου εκτελεστή και τον πυροδότησαν. Σκότωσαν το Μάρκο της, χωρίς να υπολογίσουν ως σημαντικό γεγονός τον πόνο που κατέλειπαν στις ερωτευμένες καρδούλες. Αδιαφόρησαν παντελώς για το χάος, που δημιούργησε η πράξη τους στο ήδη ελλειμματικό ερωτικό ισοζύγιο. Δε νοιάστηκαν που κάποια Σάντρα, κάποια Ελένη, ή κάποια άσημη Μαρία έμειναν μόνες τους.
Ασήμαντες λεπτομέρειες οι άδειες καρδιές των ανθρώπων. Ασήμαντοι Θεοί, δολοφόνοι...
Ο Λουκάς, δεν είναι πλέον παρά ένα διακοσμητικό στοιχείο στην ταβέρνα του. Υπέργηρος πια, έχει δώσει την επιχείρηση σ’ ένα ανίψι του, μιας και το μοναχοπαίδι του ο Μάρκος, δεν υπάρχει πια. Έβαλε όρο, να μην αλλάξει ούτε μια πινελιά στη μορφή της ταβέρνας και μια φωτογραφία του Μάρκου να κρέμεται στον τοίχο, αντικριστά στην πόρτα. Κράτησε και το δικαίωμα να έχει κάθε βράδυ ένα τραπέζι σε μια γωνιά της ταβέρνας, να κάθεται και να παρακολουθεί αμίλητος τους άλλους να πίνουν, να γλεντάνε, να ξεφαντώνουν. Έτσι αποξεχνιότανε και η δική του ανταριασμένη ψυχή κι άφηνε μια υποψία χαμόγελου να επικαθίσει στα ξεραμένα του χείλη, βάλσαμο στην πληγή που αιμορραγεί μέσα του. Κάθε Κυριακή, έρχεται η Σάντρα και του κάνει παρέα. Ορφάνεψε και η δική της ψυχή με το θάνατο του Μάρκου.
Μόνες ψυχές, απέλπιδες, που δεν περιμένουν τίποτε πια...
Ξαφνικά απόψε, το βλέμμα της Σάντρας, στέλνει στον μεθυσμένο της εγκέφαλο μήνυμα συναγερμού, ζητώντας τη γνωμοδότησή του για το απίστευτο θέαμα που προβάλλεται στη σκοτεινή οθόνη της γνωστής τζαμόπορτας. Βλέπει φαντάσματα ή άρχισε ο χρόνος να μετράει από την αρχή; Κοιτάζει τον μεγάλο καθρέφτη. Όχι, ο χρόνος μετράει κανονικά και αμείλικτα τη ζωή, προσθέτοντας εκδικητικά ρυτίδες στη μορφή της, μια για κάθε χαρά που της έδωσε. Τότε τι έγινε; Είδε ο Θεός τον πόνο της κι άφησε τον Μάρκο να έρθει να δροσίσει τη φλόγα της; Σταμάτησε το χορό της απότομα, το αίμα της πάγωσε και οι αισθήσεις της δεν τολμούν να λειτουργήσουν. Είναι ένα από τα γνωστά κόλπα του Ανεξήγητου, που όταν αγαπάς κάτι υπέρμετρα, πρώτα σου το αρπάζει και ύστερα αφήνει το είδωλό του να σ’ επισκέπτεται σποραδικά για να μην πεθάνεις από τον πόνο και εκλείψουν οι προς βασανισμό άμοιροι; Είναι μια οφθαλμαπάτη, βαλβίδα διαφυγής υπέρμετρης πίεσης, που της δωρίζει το μυαλό, τούτη την αβάσταχτα βαριά νύχτα των αναμνήσεων; Τρύπησε το νεφελώδες παραπέτασμα του ουρανού και δραπετεύουν οι ψυχές; Αποκοιμήθηκε ο Κέρβερος και βρήκαν την ευκαιρία αυτοί που έφυγαν άδικα από τη ζωή, διέρρηξαν τις πύλες του Άδη και έρχονται να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις, που ο θάνατός τους άφησε εκκρεμείς; Έρχονται αναζητώντας εκδίκηση, ή έρχονται να παρηγορήσουν τις άμοιρες αγαπητικιές, που μετά τον θάνατό τους, πεθαίνουν, κάθε μέρα, άπειρες φορές, στη θύμησή τους;
Καταφέρνει κάποια στιγμή ν’ απαγκιστρώσει το βλέμμα της και να κοιτάξει τον Λουκά, ζητώντας αρωγή, αλλά και στα δικά του μάτια βασιλεύουν φαντάσματα που οργιάζουν. Και η δική του ψυχή αναταράζεται έτοιμη να σβήσει οριστικά τη χρονομηχανή της.
“Έλεος”, ψιθυρίζει η Σάντρα και οπισθοδρομώντας σφίγγεται επάνω στο γέρο Λουκά που την είχε κι αυτός ανάγκη για στήριγμα.
“Καλησπέρα σας”, είπε ο Αλέξανδρος με μια φωνή που όλοι γνώριζαν καλά αλλά ο εγκέφαλός τους απέρριπτε την ιδέα να δώσει πιστοποιητικό γνησιότητας, φοβούμενος την αλήθεια.
“Bon soir4”, ψέλλισε η Σάντρα.
“Σερβίρετε τέτοια ώρα”, ρώτησε ο Αλέξανδρος μπερδεύοντας λίγο τα λόγια του. Ο άκρατος Διστομίτικος οίνος, μετά την περιδίνηση στις στροφές του Κυριακίου, ανέβηκε στον εγκέφαλο, έκαμε κατοχή και το οινόπνευμα ελαφρονάρκωσε το πνεύμα, κάνοντάς δύσκολη υπόθεση τη σωστή άρθρωση. Ήταν και η γύρα που έκανε στα μαγαζιά του χωριού πριν καταλήξει στην ταβέρνα που τον αποτέλειωσε. Ακόμα και τα μπακάλικα σερβίρουν τσίπουρο στο Κυριάκι και όλοι τον κερνούσαν κοιτάζοντάς τον παράξενα.
“Καθίστε κύριε”, ξεψάρωσε λίγο η Σάντρα και τον πήρε στο τραπέζι.
Ο Λουκάς, σηκώθηκε και κίνησε να φύγει ταραγμένος. Δεν τον κράτησαν όμως τα πόδια του, ούτε και το μπαστούνι του βοήθησε την κατάσταση. Θα σωριαζότανε στο πάτωμα αν ο Αλέξανδρος, παρά τη ζάλη του, δεν πεταγόταν ορθός και δεν τον συγκρατούσε αγκαλιάζοντάς τον με τα δυνατά του χέρια.
“Θέλετε να σας πάω κάπου”, ρώτησε αναστατωμένος, μην αντέχοντας το διαπεραστικό βλέμμα του γέροντα που είχε καρφωθεί στο πρόσωπό του, ακριβώς εκεί που σμίγουν τα μάτια, και τον μαγνήτιζε περίεργα.
“Όχι παιδί μου, σ’ ευχαριστώ”, είπε και αφήνοντας την αγκαλιά του Αλέξανδρου έκανε μερικά βήματα και πιάστηκε από το κάγκελο της σκάλας που οδηγούσε στον επάνω όροφο, στο σπίτι του.
“Φεύγεις γέροντα”; του φώναξε από τον πάγκο ο διάδοχος ταβερνιάρης, έτσι για να πει κάτι και να διασκεδάσει το δικό του φόβο.
Εκείνος σήκωσε το χέρι σε νεύμα αδιαφορίας, ή αδυναμίας να μιλήσει, και χρησιμοποιώντας την ενέργεια που εξοικονόμησε από τη σιωπή του, ανέβηκε με δυσκολία τις σκάλες.
Ο Αλέξανδρος, που απόψε ήπιε τόσο κρασί, όσο δεν είχε πιει στη ζωή του ολόκληρη, έγειρε το κεφάλι του στον ώμο της Σάντρας κι αποκοιμήθηκε. Εκείνη, τον έσυρε ευλαβικά, χωρίς να δεχτεί να την βοηθήσουν και τον έβαλε στο ταξί που στάθμευε απ’ έξω. Ήταν πολύτιμο το φορτίο για να διακινδυνέψει να το μεταφέρει με το δικό της αυτοκίνητο. Τον εαυτό της τον είχε ξεγραμμένο και λίγο την ένοιαζε, αν στο μεθύσι της, κάθε Κυριακή που επέστρεφε, έχανε κάποια στροφή, συντομεύοντας το δρόμο προς στον κάμπο του Οσίου Λουκά και τον ουρανό. Αλλά κάθε μόριο από το σώμα του Αλέξανδρου της ήταν ανεκτίμητα αγαπημένο για να το βάλει σε κίνδυνο.
“A mon maison5”, είπε στον ταξιτζή, αν και ήταν περιττό. Ήξερε εκείνος τα Κυριακάτικα δρομολόγια της Σάντρας και ξεκίνησε για την Αντίκυρα.
“Κρασί, πολύ κρασί”, παραμιλάει ο Αλέξανδρος. Είναι το κυρίαρχο στοιχείο που ανακάλυψε στην προσπάθειά του να επισκεφτεί το χωριό του πατέρα του και να γνωρίσει τις ρίζες του...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: του Δημητρίου Τζουβάλη, «Ποιος σκότωσε τον θεό του έρωτα;»,
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 2017
1 Εις υγείαν
2 Αγάπη μου
3 Χαίρω πολύ
4 Καλησπέρα
5 Στο σπίτι μου
------------------------------------------------------------------------------------------------
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Ευχαριστώ τον Κ. Δημήτρη Τζουβάλη για την παραχώρηση του υπέροχου μυθιστορήματος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ.