Οι δύο μεγάλες κατηγορίες ψηφοφόρων της ΝΔ που επέλεξαν να στείλουν στην Κυβέρνηση στις ευρωεκλογές προειδοποιητικό μήνυμα δυσαρέσκειας είναι: Όσοι πήγαν και ψήφισαν άλλο κόμμα, κατά κανόνα προς τα δεξιά της ΝΔ κι όσοι απείχαν συνειδητά και δεν άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα
Με κριτήριο τους λόγους που οδήγησαν τους ψηφοφόρους της ΝΔ στις συγκεκριμένες επιλογές, οι δύο μεγαλύτερες κατηγορίες είναι:
- οι αντίθετοι στη νομοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών. Κατ’ εξοχήν συντηρητικοί που δεν μπορούν να κατανοήσουν, να ανεχθούν και να συγχωρέσουν την επιλογή αυτή, θεωρώντας την βόμβα στα θεμέλια της Ελληνικής οικογένειας και αιτία γιγάντωσης της ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής επιλογής. Χωρίς να μπορούν να απαντήσουν στο απλοϊκό ερώτημα πως και για ποιους λόγους, χωρίς νόμο, έχει αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες ο αριθμός των πολιτών που εκδηλώνουν την διαφορετικότητα των σεξουαλικών τους επιλογών. Η κατηγορία αυτή είναι η μεγάλη δεξαμενή που τροφοδότησε τα δεξιά κόμματα.
- Η μεγαλύτερη όμως δεξαμενή διαμαρτυρίας – επέλεξε τη συνειδητή αποχή - είναι όσοι – από τη μεσαία τάξη - θεωρούν εαυτούς «αδικημένους» από το φορολογικό νόμο Χατζηδάκη. Από την καθιέρωση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος στους ελεύθερους επαγγελματίες – επιστήμονες και μη - στο ύψος των αποδοχών των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Αξίζει τον κόπο να τους ακούει κανένας να εκδηλώνουν με ένταση και θυμό την αγανάκτησή τους για την αδικία που τους γίνεται, για αντισυνταγματικότητα των διατάξεων για τα φορολογικά τεκμήρια και άλλα νομικίστικα έως και ανόητα επιχειρήματα. Το κακό είναι πως επιχειρηματολογούν μπροστά στον κοινωνικό τους περίγυρο, στον οποίο μεγάλη αναλογία είναι μισθωτοί και συνταξιούχοι, που γνωρίζουν καλά τις δουλειές, τις αποδοχές και τον τρόπο ζωής τους και περιορίζονται σε υπομειδίαμα για να μην ξεσπαθώσουν και χαλάσουν τις καρδιές τους . Μέχρι εδώ άγια, έκαστος υποστηρίζει τα συμφέροντά του όπως εκείνος νομίζει καλύτερα.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί να γίνει ανεκτό – το άκουσα να το υποστηρίζει σοβαρός υποτίθεται, εντόνως όμως φοροδιαφεύγων ελεύθερος επαγγελματίας οικονομικά ευκατάσταστος - είναι η σύγκριση με τη φορολογική μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών από την διακυβέρνηση του Σύριζα. Σύγκριση που συνοδεύεται από την απειλή προς τον Κυριάκο ότι χάνει το βασικό του στήριγμα, τη μεσαία τάξη, και θα πάθει αυτά που έπαθε ο Τσίπρας.
Έχουν εν τέλει δίκιο αυτοί που μιλάνε για «κοντή» μνήμη των Ελλήνων.
Κεφαλαιώδης και κρίσιμη η διαφορά. Αυτοί που δήλωναν εισοδήματα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό του εργαζόμενου, κάτω από το όριο του αφορολόγητου – επί Σύριζα και μετά από αυτόν - δεν επλήγησαν, δεν τους ακούμπησε καν η ανελέητη φορο -εισφορο επιδρομή του στην μεσαία τάξη, με τους κοινωνικά εκδικητικούς νόμους Κατρούγκαλου. Η αλήστου μνήμης «λαϊκή» Κυβέρνηση εκείνη «έσκισε» στην κυριολεξία, με υπερφορολόγηση και ασφαλιστικές εισφορές που έφταναν στο 80% του εισοδήματος, αυτούς που δήλωναν εισοδήματα κανονικά πάνω από το αφορολόγητο όριο. Όσο ψηλότερα, τόσο περισσότερο. Τιμώρησε δηλαδή την φορολογικά συνεπή μεσαία τάξη, η οποία πράγματι ανταπέδωσε πολιτικά την τιμωρία, παραδειγματικά και επανειλημμένα.
Ας αφήσουν συνεπώς αυτό το παραμύθι.
Θα ήταν εντιμότερο να λένε πως επιλέγουν το Σύριζα γιατί ανεχόταν να δηλώνουν απαράδεκτα χαμηλά ετήσια εισοδήματα, δυσανάλογα με τον τρόπο και το επίπεδο διαβίωσης τους. Ότι τους βόλευε που τους θεωρούσε το κράτος φτωχούς και τους έδινε επιδόματα, σε βάρος όσων τα είχαν πραγματική ανάγκη.
Ίσως όμως θα έπρεπε να σκεφτούν, λίγο έστω, πιο σύνθετα, λογικά και ρεαλιστικά, πέρα και πάνω από το εκ πρώτης όψεως «συμφέρον» τους που «πλήττεται ανεπανόρθωτα», υποτίθεται, με τα περίπου 300 – 500 ευρώ ετήσιο φόρο που τους επιβλήθηκε. Να σταθμίσουν κυρίως τον εν γένει πολιτικό προσανατολισμό τους, με κριτήριο τις θέσεις και πράξεις των παρατάξεων υπέρ ή κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της εν γένει ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας, υπέρ ή κατά του κρατισμού. Να επιλέξουν αυτούς που τους επιτρέπουν, με κανόνες βέβαια και υποχρεώσεις, να λειτουργούν και να προκόβουν ελεύθερα και ανεμπόδιστα.
Παράλληλα οφείλουν να σταθμίσουν τις γενικότερες συνθήκες και τις ανάγκες της κοινωνίας. Να αποδεχθούν συνειδητά τη συμμετοχή σε ένα κοινωνικά ανεκτό μέσο επίπεδο διαβίωσης και κοινωνικών παροχών που θα ενισχύει την κοινωνική συνοχή και θα τους επιτρέπει να απολαμβάνουν απρόσκοπτα το αποτέλεσμα του κόπου και της δραστηριότητάς τους. Τα επιδόματα πρέπει να πηγαίνουν σε αυτούς που έχουν πραγματικές ανάγκες και όχι στους «δήθεν φτωχούς».
Αντίστοιχα, οφείλουν να προβληματιστούν όλοι οι υπόλοιποι, οι εργαζόμενοι και οι φορολογικά συνεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες, από τις διαμαρτυρίες και τις πολιτικές απειλές της Κυβέρνησης από κάποιους, στο όνομα του δικαιώματος να δηλώνουν αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό. Να στηρίζουν τις κοινωνικά δίκαιες επιλογές. Να αποδοκιμάζουν, να αποστασιοποιούνται και να απομονώνουν, αντικοινωνικές πρακτικές και πρόσωπα και όσους κολακεύουν λαϊκίζοντας.