Το τρένο θα σφυρίξει τελευταία φορά…
Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια έτυχε να δω μια ταινία του Πήτερ Μπογκντάνοβιτς “η τελευταία παράσταση” με θέμα την τελευταία κινηματογραφική προβολή σε μια αμερικανική κωμόπολη, λόγω της παρακμής του κινηματογράφου απ’ την ισοπεδωτική εισβολή της τηλεόρασης.
Στο χωριό μας (σ.σ. Δαδί ή Αμφίκλεια ) αυτή η τελευταία παράσταση έχει συμβεί προ πολλού σε βαθμό που σχεδόν έχει ξεχαστεί ο κινηματογράφος του Δεληγιάννη, όσο και αν για μας, της κάποιας ηλικίας ανθρώπους, οι αναμνήσεις αυτές δεν σβήνουν ποτέ.
Αργότερα ακολούθησε το “τελευταίο φιλί” για το τέλος μιας άδοξης σχέσης, και άλλοτε ο “τελευταίος ασπασμός” για την αποδημία εις Κύριον προσφιλών μας προσώπων. Και από τότε η λέξη <<τελευταίος>> είτε ως επιθετικός, είτε ως χρονικός προσδιορισμός, έγινε συνώνυμο του αποχωρισμού, της απώλειας, ενός πικρού συναισθήματος που σα μαχαιριά χαρακώνει τη μνήμη και γεννά νοσταλγικά συναισθήματα για κάτι ωραίο που τελείωσε, έσβησε οριστικά.
Έτσι και τώρα το τρένο θα σφυρίξει για τελευταία φορά κάποια νύχτας στις πρώτες μέρες του Φλεβάρη του 2018 στο μικρό μας σιδηροδρομικό σταθμό, καθώς οι ιθύνοντες εγκέφαλοι των σύγχρονων συγκοινωνιών έκριναν πιο πρόσφορη, πιο αποδοτική και πιο σύντομη τη χάραξη νέας γραμμής (μέσα από τη σήραγγα του Καλλιδρόμου) και την αλλαγή πορείας από την Τιθορέα προς Θεσσαλονίκη παρακάμπτοντας έτσι τη γραφικότατη γραμμή από Τιθορέα προς Λιανοκλάδι μέσω Αμφίκλειας, Μπράλλου και Γοργοποτάμου.
Και καθώς ούτε η ημερομηνία της διέλευσης του τελευταίου τρένου δεν είναι σαφής, κανείς βέβαια δε θα είναι εκεί για να χαιρετήσει για έσχατη φορά το τρένο που εξυπηρέτησε γενιές και γενιές Δαδιωτών, από τότε που πρωτοκύλησε στις ράγες στις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και τώρα. Εξυπηρέτησε σε ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές τους παππούδες, τους γονείς μας, εμάς τους ίδιους και τα παιδιά μας στις μετακινήσεις μας βασικά προς την πρωτεύουσα αλλά και βόρεια προς τη Μακεδονία, καθώς πάντα η λεωφοριακή συγκοινωνία ήταν ελλιπής ή ανύπαρκτη ίσως και γιατί υπερκαλύπτονταν από το τρένο.
Θα σταθώ εκεί στη δεκαετία του ‘70 με ‘80, όταν ζήσαμε τη μεγάλη αίγλη του σταθμού μας, καθώς τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα ήταν μετρημένα, το οδικό δίκτυο σε κακή κατάσταση και οι ανάγκες για μετακίνηση ολοένα αυξανόμενες. Με νοσταλγία θυμάμαι τα απογεύματα της Κυριακής, όταν, φοιτητές όντες, επιστρέφαμε στην Αθήνα, να πλημμυρίζει ο σταθμός με καμιά πενηνταριά και παραπάνω άτομα, ένα μελίσσι από νέους που σπούδαζαν στην Αθήνα, αλλά και μεγαλύτερους που κατέβαιναν για δουλειές στην πρωτεύουσα. Εκεί λοιπόν στο σταθμό περιμέναμε όλοι με τις βαλίτσες καταγής γεμίζοντας το χώρο με γέλια και φωνές, σχόλια για την πολιτική, καθώς ήταν εποχή της δικτατορικής παρακμής, του έπους του Πολυτεχνείου και αργότερα της μεταπολίτευσης, που έκαναν μερικούς μεγάλους να στραβομουτσουνιάζουν και να σιγομουρμουρίζουν…
Περιμέναμε, περιμέναμε ώρα πολύ μέχρι να ακουστεί εκεί κάπου στο Κωμοπύλι το βαρύ αγκομαχητό της μηχανής και να φανεί ο καπνός απ’ το μαυρισμένο φουγάρο. Νωρίτερα, αρκετές φορές είχαμε ξεγελαστεί από κάποιο τυχαίο ήχο παραπλανητικό, όταν κάποιος με δυνατή φωνή επέβαλε “σσσσουτ” για να ακουστεί καθαρά αν έρχεται ή όχι το τρένο. Και τότε μια βουβαμάρα έπεφτε στο σταθμό όλα τα κεφάλια στρέφονταν προς τα εκεί από όπου περιμέναμε το τρένο, αλλά μάταια, τίποτα…
Και ξανά πάλι απ’ την αρχή γέλια, αστεϊσμοί, φωνές, μαζί τώρα και η αγανάκτηση για την αργοπορία. Γιατί οι καθυστερήσεις ήταν φαινόμενο όχι απλά σύνηθες, αλλά ανελλιπώς καθημερινό, τόσο που στο τέλος δε μας πολυένοιαζε, καθώς ήταν κάτι το αναμενόμενο και υπολογιζόταν μάλιστα και στο συνολικό χρόνο του ταξιδιού, που ποίκιλλε από τις 3 ώρες (το κανονικό, αλλά σπανιότατο) μέχρι τις 5 ή και 6 ώρες.
Μας αρκούσε η βεβαιότητα πως κάποτε θα περάσει το τρένο και θα μας πάει στον προορισμό μας στα σίγουρα.
Και καθώς η καλή παρέα με άλλους φίλους ήταν δεδομένη, το διασκεδάζαμε κι όλας. Και όταν επί τέλους φαινόταν να έρχεται μεγαλειώδες, μια ξαφνική κινητικότητα συνέβαινε, καθώς όλοι τρέχαμε να βρούμε τις βαλίτσες που ούτε θυμόμαστε πού τις είχαμε παρατήσει, όταν πρωτοήρθαμε. Και όταν τις βρίσκαμε, εκεί να δεις στριμωξίδι στις στενές πόρτες του τρένου για το ποιος θα πρωτανέβει. Φροντίζαμε να ανεβεί πρώτα ένας γερός νέος για να τραβήξει τις κοπέλλες με τις βαρύτερες κατά κανόνα βαλίτσες. Και καθώς το πρώτο σκαλί ήταν (δεν ξέρω για ποιο λόγο) αρκετά ψηλό, χρειαζόταν κάποιος να βοηθήσει στο ανέβασμα, γιατί υπήρχε και το πιεστικό σφύριγμα του ελεγκτή που είχε κατέβει κάτω και επέβλεπε στην επιβίβαση των επιβατών, σφυρίζοντας και φωνάζοντας να βιαστούμε, λες και αυτά τα λίγα λεπτά θα κάλυπταν την ωριαία και βάλε καθυστέρηση.
Ήταν πραγματικά ένα πανηγύρι αυτή η αναμονή στο σταθμό για τους ταξιδιώτες και κυρίως για μας τους νέους τότε, που δε μας πολυπίεζε ο χρόνος, αρκεί να περνούσαμε καλά. Και ήταν γεγονός πως περνούσαμε καλά και στο σταθμό, αλλά και μέσα στο τρένο, όπου μετά την επιβίβαση παιζόταν η δεύτερη πράξη του κωμικοδράματος, καθώς το τρένο όπως ήταν σχεδόν γεμάτο, όταν ερχόταν, έπρεπε να χωρέσει εμάς, πενήντα και βάλε άτομα, άλλες τόσες τουλάχιστον βαλίτσες και τσάντες και να μείνει και χώρος για τους άλλους που θα ανέβαιναν στην Τιθορέα και παρακάτω.
Βαδίζοντας λοιπόν και σπρώχνοντας στους στενούς διαδρόμους, ανοίγαμε τα κουπέ και ερευνούσαμε για τυχόν άδεις θέσεις. Σπάνια βρίσκαμε, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, αυτή η αναζήτηση θέσης ήταν μια ενστικτώδης και όχι συνειδητή ενέργεια, γιατί, αν και μόλις βρίσκαμε, παρατούσαμε τα πράγματα και ξαναβγαίναμε στο διάδρομο, όπου ήταν και οι υπόλοιποι της παρέας, για να συνεχίσουμε τις κουβέντες, τους αστεϊσμούς, τα σχόλια, τα πειράγματα κ.λ.π.
Και το τρένο ταξίδευε… Τιθορέα, Λειβαδιά, Αλίαρτος, Αλαλκομεναί (τι παράξενο όνομα), Θήβα, Αυλώνα…. Συνήθως σε κάποιο μεγάλο σταθμό το τρένο ξανασταματούσε για αρκετή ώρα. Γιατί, καθώς η γραμμή ήταν μονή και τα δρομολόγια είχαν καθυστέρηση, δε μπορούσε να προγραμματιστεί με ακρίβεια η κίνηση δυο αντίθετων συρμών στην ίδια γραμμή. Πάλι καθυστέρηση, τόσο που πολλές φορές ανακοίνωνε ο σταθμάρχης ότι το τρένο θα ξεκινήσει πάλι σε μισή ώρα ή και σε τρία τέταρτα.
Και πάλι ανησυχία, αγανάκτηση για το πότε θα γίνουμε επιτέλους πολιτισμένο κράτος, που η λαϊκή ετυμηγορία ήταν αυτομάτως “ποτέ”. Ποτέ δε θα γίνουμε Ευρώπη, όπως έλεγε κάποιος που του είχε πει ο ξάδελφος κάποιου φίλου του, που είχε πάει στη Γερμανία, όπου όλα δούλευαν ρολόι εκεί, ή ποτέ δε θα γίνουμε Σοβιετική ‘Ενωση, όπως είχε διαβάσει στο Ριζοσπάστη κάποιος άλλος και όπου όλα ήταν ιδανικά. Συνήθως στις μεγάλες καθυστερήσεις κατεβαίναμε για να ξεμουδιάσουμε, να πιούμε λίγο νερό, αλλά και κάποιοι για να φάνε κάτι, μέχρι και σουβλάκια ή και για να δείξουμε την αγανάκτησή μας φωνάζοντας στο σταθμάρχη, λες κι έφταιγε εκείνος. Κάποτε ακουγόταν και πάλι το σφύριγμα του ελεγκτή, και άντε πάλι ανέβασμα με ευχές να φτάσουμε τώρα επιτέλους.
Το τρένο είχε συνήθως και μπαρ, όπου μπορούσες να πάρεις κάτι να πιεις ή να φας, αν είχες λεφτά και αν ήσουν τυχαία κοντά σ’ αυτό, γιατί, αν ήσουν μακρυά, η διαδρομή ήταν δύσβατη απ’ τους ανθρώπους του διαδρόμου κι απ’ τις βαλίτσες. Αμυδρά θυμάμαι στα πρώτα μου ταξίδια ακόμα και καλάθια, που κουβαλούσε ο κόσμος στην Αθήνα μ’ ένα σωρό καλούδια και κάποτε και καμιά κότα ζωντανή που την είχαν κλεισμένη στο καλάθι με ραμμένη μια πετσέτα στο άνοιγμα του καλαθιού, απ’ όπου προεξείχε ελεύθερος ο λαιμός και το κεφάλι του ζωντανού που κοίταζε σαστισμένο και μεις γελούσαμε…. Τριτοκοσμικές, αλλά τόσο ωραίες, ξεχασμένες πια σκηνές.
Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μυρουδιά του τρένου μια μυρουδιά ανάκατη μουντζούρας, πολυκοσμίας, ιδρώτα και τσιγάρου. Γιατί τότε επιτρεπόταν το κάπνισμα και μέσα στα βαγόνια κι αν κάποιον δυστυχή το ενοχλούσε πραγματικά, άντε να το πει σε μας τα επαναστατημένα νιάτα που τα ξέραμε όλα. Κάποτε λοιπόν φτάναμε στην Αθήνα κι ο καθένας έπαιρνε βιαστικά το δρόμο του, συνήθως να προλάβει τη συγκοινωνία, γιατί η ώρα ήταν ήδη αρκετά περασμένη.
Αυτή ήταν μια τυπική διαδρομή με το τρένο με πολλά επί μέρους κωμικά περιστατικά που διάνθισαν τα φοιτητικά μας χρόνια, όταν τ α βλέπαμε όλα τόσο απλά αλλά και σύνθετα κι όταν νομίζαμε πως εμείς θα κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, ακόμα και τα τρένα να πάνε στην ώρα τους.
Κι είναι γεγονός πως πολλά διορθώθηκαν από τότε. ‘Ενα ταξίδι απ’ την Αθήνα στο Δαδί, διαρκεί, (ή μάλλον τώρα πια το σωστότερο είναι πούμε διαρκούσε) λιγότερο από δύο ώρες. Αλλά τα δρομολόγια απ’ τον καιρό της κρίσης είχαν μειωθεί πολύ, σχεδόν ένα το πρωί και ένα δυο το απόγευμα, το επιβατικό κοινό είχε ελαττωθεί αρκετά, γιατί οι νεοέλληνες αποκτήσαμε πια δικό μας μεταφορικό μέσο και μας ήταν βαρύ και υποτιμητικό να ταξιδέψουμε με το τρένο που τόσο ευχάριστα μας συντρόφευε στη νιότη μας.
Αλλά τώρα οι σχεδιασμοί της νέας Ελλάδας της Ε.Ο.Κ., της Ευρωπαϊκής που λέγαμε, απαιτούν να σταματήσει το θρυλικό 501 δρομολόγιο του τρένου. Δε μπορούμε βέβαια να πάμε κόντρα σε κεντρικούς σχεδιασμούς των συγκοινωνιών που έκριναν τούτο πιο συμφέρον και πιο γρήγορο απ΄ το άλλο, δε μπορούμε να πάμε κόντρα στην εποχή της ταχύτητας και της τεχνολογίας που ο χρόνος αποτιμάται σε χρήμα, αλλά πώς να το κάνουμε μας πονάει αυτό το επερχόμενο τελευταίο σφύριγμα.
Πόσο καλό και λυτρωτικό συνάμα θα ήταν να μαζευτούμε όλοι οι Δαδιώτες στο σταθμό και να χαιρετίσουμε αυτό το τελευταίο τρένο με χειροκροτήματα σαν αναγνώριση της μεγάλης του προσφοράς σ’ όλους τους Δαδιώτες στην υπεραιωνόβια ζωή του σε καλές και σε άσχημες στιγμές. Σ’ αυτό το τρένο που μας έφερε σε επαφή με την άλλη Ελλάδα και συνέβαλε στην ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό του χωριού μας. Σκέψεις και όνειρα αρκετά ρομαντικά χωρίς καμιά αξία στην πεζή μας εποχή, όπου τα συναισθήματα παραμερίζονται μπροστά στον οδοστρωτήρα του κέρδους, των συμφερόντων και της ταχύτητας της εποχής μας.
Κι όμως, αν το καλοσκεφτούμε, αυτό το τελευταίο σφύριγμα θα φέρει ριζική αλλαγή στο τόπο μας και θα πρέπει άμεσα να βρούμε άλλους τρόπους που θα αναπληρώσουν αυτό το συγκοινωνιακό κενό. Λένε πως ο υπουργός κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε πως θα διατηρηθούν κάποια δρομολόγια για την εξυπηρέτηση των επιβατών των τοπικών κοινωνιών της πεδιάδας του ‘Ανω Κηφισού. Απομένει να υλοποιηθεί η υπόσχεση, γιατί πολλές υποσχέσεις παίρνει ο λαός απ’ τους κυβερνώντες, όταν θέλουν να του χρυσώσουν το χάπι. Και για να’ μαι ειλικρινής, εκείνο το “όχι τώρα, αργότερα θα μπει σ’ ένα άλλο σχεδιασμό η εξυπηρέτηση των επιβατών Αμφίκλειας, Λιλαίας και Μπράλλου”, βαθύτατα με ανησυχεί. Συνηγορεί βέβαια υπέρ μας και το πλεονέκτημα της ιστορικότητας της Γέφυρας του Γοργοποτάμου που περιλαμβάνεται σ’ αυτή την υπό κατάργηση γραμμή, που με τη συμβολική της βαρύτητα συγκινεί όλον τον Ελληνισμό, πολύ περισσότερο μια προοδευτική - αριστερή κυβέρνηση που θα αποφασίσει τελικά για το μέλλον της γραμμής Τιθορέας -Αμφίκλειας -Μπράλλου -Λιανοκλαδίου.
Επί πλέον να τονίσουμε πως θα είναι εντελώς απαράδεκτο το ενδεχόμενο να μην έχει η ευρύτερη περιοχή της Αμφίκλεια απ’ ευθείας σύνδεση με την πρωτεύουσα της χώρας αλλά και του νομού, και κάτι που απολάμβανε ήδη απ’ την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, τώρα στον 21ο αιώνα της προόδου και της ανάπτυξης να το στερηθεί. Για όλα αυτά πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση και να απαιτήσουμε την άμεση λύση του προβλήματος, γιατί η κυκλοφορία του τρένου έχει εγγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο της περιοχής ως συνώνυμο της συγκοινωνίας και επικοινωνίας με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Αλλά προς το παρόν ας επικεντρωθούμε όλοι στο τελευταίο σφύριγμα του 501 δρομολογίου του τρένου που θα σφυρίξει μια κρύα νύχτα στις αρχές του Φλεβάρη του 2018 σ’ ένα μάλλον εντελώς έρημο από κόσμο σταθμό και θα ανησυχήσει μόνο τα κουρνιασμένα πουλιά στα πεύκα του σταθμού της Αμφίκλειας.
Υ.Γ. 1.Το παρόν γράφτηκε την 1η Φεβρουαρίου 2018, όταν ακόμα εκτελούνται τα τελευταία δρομολόγια του τρένου από και προς την Αμφίκλεια.
2.Αναφερθήκαμε στο δρομολόγιο με αριθμό 501 εντελώς συμβολικά ως την ευρύτερα γνωστή διαδρομή καθημερινά.
ΝΙΚΟΣ ΖΥΓΟΥΡΟΣ
Πηγή : http://www.lamiareport.gr