Κείμενο : Στέργιος Μπακολουκάς.
Και οι δυό, δεν πήγαν στην πρωινή αναφορά του Λόχου, γιατί ήταν …………«τάραμα»!!!
Την επομένη , τους έβγαλαν στη σέντρα για τα περεταίρω.
Έφεραν τον τιμητικό βαθμό του …… Υποδεκανέα!
Ολάκερη ……….μισή σαρδέλα παρακαλώ και μάλιστα επ’ ανδραγαθία, δεν είναι και λίγο!
Γι’ αυτό και καμάρωναν.
Μέχρι, που τους ξήλωσαν …….τα παράσημα και τους έστειλαν με τον αρχικό τους βαθμό, αυτόν του απλού φαντάρου, στο Λόχο τους.
Πήγαν πίσω, χωρίς τα γαλόνια τους αλλά και χωρίς να έχουν κατά νου, να κόψουν τα χούγια τους.
Ο στρατός τους ένωσε, αλλά αυτά τα χούγια, ήταν που τους έκαναν φίλους και αδερφοποιητούς.
Ήταν κληρωτοί το 1912 και είχαν λάβει μέρος σε όλους τους Βαλκανικούς Πολέμους , σε ουλαμό Σκαπανέων..
Δεν ήταν ότι ήταν κοντοπατριώτες, που έγιναν αδερφοποιτοί και φίλοι.
Ο ένας ήταν από την Αράχοβα και ο άλλος από διπλανό χωριό της περιοχής.
Ούτε ότι είχαν την ίδια ηλικία και τα ίδια εθίματα στα χωριά τους.
Περσσότερο, τους ένωσε η αγάπη τους για τα γλέντια, την καλή παρέα και τα «πιόματα» .
Άμα έπεφταν απάνω σε κανένα καλό «ξυδιά» ή κανένα τσίπουρο, έστω και σκάρτο, τα έπιναν και την άλλη μέρα, έκαναν «αμπέλια» και δεν πήγαιναν στο πρωινό προσκλητήριο!
Από μια τέτοια βραδιά προερχόντουσαν, όταν τους έβγαλαν στην αναφορά .
Στην ερώτηση γιατί απουσίαζαν , αυτοί απάντησαν ότι ήταν «τάραμα» !
Μόνο όταν ο αξιωματικός απόρησε και τους ρώτησε τι αρρώστια ήταν αυτή, του εξήγησαν ότι είχαν ………. Hangover!!!!!
Την αλήθεια έλεγαν
, αλλά κανένας δεν τους πίστεψε, γι’ αυτό και τους ξήλωσαν τη…. μισή σαρδέλα που με κόπο και με την αξία τους είχαν κερδίσει και στη συνέχεια τους αμόλησαν να ανακατευτούν με τους πολλούς.
[……]
Όταν, από τα ορεινά χωριά, τα χελιδόνια φεύγουν το φθινόπωρο για τα χειμαδιά, τις έρημες φωλιές τους τις πιάνουν οι σπουργίτες και σ’ αυτές ξεχειμωνιάζουν.
Όταν όμως τα χελιδόνια επιστρέφουν την άνοιξη και διεκδικούν τις φωλιές που με πολύ δουλειά έχτισαν την προηγούμενη χρονιά, οι απ’ τη φύση τους ……….ροκάδες σπουργίτες έχουν άλλη γνώμη , γιατί έχουν ξεχάσει ότι αυτές δεν είναι δικές τους και γι αυτό δεν τις παραδίδουν στους ………..νόμιμους ιδιοκτήτες!
Το αποτέλεσμα;
Μόλις φτάνουν τα πρώτα χελιδόνια , οι ομηρικές μάχες είναι αναπόφευκτες, οι δε πραγματικοί νοικοκυραίοι της φωλιάς, φτύνουν αίμα μέχρι να «ξεμπήξουν» τους καταπατητές!
Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο πρωινό, σχολειό πήγαινα ακόμα, στα κεραμίδια από κάποιο κτίριο της Πλατείας Λάκας, ένας σπούργιτας που είχε καταλάβει στις αρχές του χειμώνα μια φωλιά χελιδονιών, τώρα που τα χελιδόνια γύρισαν και ζήταγαν πίσω τη φωλιά τους, αυτός δεν έβγαινε με τίποτα από αυτή, παρά τις επανειλημμένες και σκληρές προειδοποιήσεις των πραγματικών κατόχων.
Ε! τα χελιδόνια-ιδιοκτήτες, μάζεψαν …………τους συγγενείς και τους φίλους τους και τον …………έχτισαν μέσα στη φωλιά!
[……]
Ο Ελληνικός Στρατός, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου το 1912 ελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη. Οι «σύμμαχοι» Βούλγαροι ζήτησαν να μπουν για λίγες ώρες στην Πόλη για να ξεκουραστούν!
Οι Βούλγαροι με την άδεια του Ελληνικού Επιτελείου, μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, έφαγαν, ήπιαν και ξεκουράστηκαν.
Όμως αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη με αποτέλεσμα οι χθεσινοί σύμμαχοι να γίνουν εχθροί.
Το λόγο είχαν πλέον τα όπλα!
Ένα πέτρινο γερό κτίριο στο κέντρο της Πόλης ήταν αυτό που έφερε την μεγαλύτερη αντίσταση.
Εκεί, είχε ταμπουρωθεί ένα τμήμα βουλγάρων και δεν αναγνώριζαν κανένα ιδιοκτήτη παρά μονάχα τους εαυτούς τους.
Οι πραγματικοί ιδιοκτήτες, δεν τους…………. έχτισαν μέσα, αλλά επιστράτευσαν μια μονάδα ………. Σκαπανέων! για να τους πετάξει έξω.
Σε αυτή τη μονάδα υπηρετούσαν οι δυό φίλοι που σας έλεγα, λόγω της τέχνης που έμαθαν από μικροί.
Ήταν και οι δυό ξυλουργοί-Σκεπατζήδες.
Βρέθηκαν ξαφνικά ως εθελοντές να προσπαθούν, μετά από δική τους πρόταση, να «ξεκολλήσουν» τους Βούλγαρους από το πέτρινο , ισχυρό κτίριο- οχυρό.
Και να πώς τα κατάφεραν!
Ανέβηκαν και οι δυό, ξυπόλητοι στη σκεπή του κτιρίου, από το πλαϊνό σπίτι.
Γνωρίζοντας- λόγω επαγγέλματος- να περπατούν αλαφρά στα κεραμίδια, σαν το χαμάνταρο που γλύφει την επιφάνεια των χωραφιών τα πρωινά της Άνοιξης, ακόμα ξέροντας πού είναι οι αρμοί της, παραμέρισαν μερικά από τα κεραμίδια και αφού ξεκάρφωσαν τις σανίδες, οι οποίες πάταγαν επάνω στις «μανάδες» και τα «ταμπάνια» της σκεπής, που τους εμπόδιζαν, έριξαν στο εσωτερικό του κτιρίου μια «δειαφοσακούλα» χειροβομβίδες.
Δεν έμεινε ποδάρι ζωντανό από τους καταπατητές!
Αντί να τους διώξουν, τους ξεπάτωσαν όλους.
Τους «ξέμπηξαν» για τα καλά.
Αυτός ήταν ό λόγος που και οι δυό, με το σπαθί τους, πήραν την τιμητική «σαρδέλα» προαγωγής, του Υποδεκανέα.
Αυτά ήταν τα…. γαλόνια έχασαν αργότερα, όταν τα ……………. ήπιαν ένα βράδυ και το επόμενο πρωί δεν πήγαν στο προσκλητήριο επειδή ήταν…….. «Τάραμα»!
[………]
Οι δυό φίλοι αποστρατεύτηκαν μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και γύρισαν στα χωριά τους.
Ο Γ. Νικολάου (Σκαμπανόγιαννος και Παππούς μου) επέστρεψε στην Αράχοβα, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια, παιδιά και εγγόνια, συνεχίζοντας τη ζωή του από εκεί που την άφησε, κάνοντας το μαραγκό-σκεπατζή και πίνοντας τακτικά τα κρασιά του, διατηρώντας ταυτόχρονα το χαρακτηριστικό, σκωπτικό, αυτοσαρκαστικό και καλαμπουρτζήδικο ύφος που τον διέκρινε, μέχρι το θάνατό του, παρόλα τα βάσανα που η ζωή τον φόρτωσε.
Ο Ε. Καραχάλιος πήγε κι αυτός στο χωριό του.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Η καθημερινή συμπεριφορά του τον έφερνε αλλιώτικο στους άλλους, δικούς και ξένους. Όμως δεν φαινόταν μόνο αλλιώτικος, αλλά ήταν.
Αφού κάθισε πέντε με έξη χρόνια δουλεύοντας στα χωράφια και κάνοντας μεροκάματα ασκώντας την τέχνη του, ερχόμενος συχνά σε ρήξη με τους δικούς του γιατί μοίραζε συνεχώς, όχι μόνο το δικό του βιός, αλλά και των άλλων μελών της οικογένειας, πήρε τη μεγάλη απόφαση.
Μια μέρα αφού φορτώθηκε τις αμαρτίες , τα πάθη του και μια «μαρούδα» που είχε μέσα μια τριμμένη μπατανία, δυό αλλαξιές, ένα σουγιά και λίγο αλάτι, μοναχά, τράβηξε κατά το μοναστήρι του Οσίου Λουκά πιστεύοντας ότι εκεί θα βρει αυτά που αναζητούσε!
Έμεινε στο ησυχαστήριο, δουλεύοντας στα κτήματα του μοναστηριού, σχεδόν όλη τη ζωή του.
Γέροντας πλέον, ότι ήταν να βρει στο Μοναστήρι το είχε βρει και δεν θα μάθαινε κανένας τι ήταν αυτό , αν έμενε ως το τέλος εκεί.
Έμελλε να ζήσει στην Αράχοβα, το μεγαλύτερο τράτο από τα χρόνια που του απέμεναν, που η μοίρα τον έταξε να την υπηρετήσει!
Και κει να φανερώσει , αυτός ο απλοϊκός και γλυκός άνθρωπος, όλο το μεγαλείο της ψυχής του και ότι κονόμησε από αυτό το ψάξιμο στο Μοναστήρι.
Τη δεκαετία του 60α στην Αράχοβα, η ενορία του Αγίου Γεωργίου καμάρωνε για το νεαρό παπά που είχε, τον Πατέρα Λουκά Πέρβελη! Για τον οποίο η μάνα μου μίλαγε με θαυμασμό όταν από ψιλά ο βοριάς έφερνε καταριακά, τις νότες από το ψαλτήρι της εκκλησιάς προς το σπίτι μας!
«Ακου τ’ αηδόν’ι πως το γουργουράει!», έλεγε.
Η Άλλη Ενορία, η Παναγία, είχε κι αυτή εξ’ ίσου σπουδαίο παπά.
Τον Πατέρα Ανδρέα Βαϊδάνη!
Ένα ψιλό, σοβαρό , σεβάσμιο και αυστηρό άντρα.
Είχε λεπτή και ψιλή κορμοστασιά που στα μάτια μας φάνταζε θεόρατος .
Φόραγε συρμάτινα στρογγυλά γυαλιά που του πρόσθεταν αρχοντιά και κύρος.
Είχε θαρρώ γαλανά μάτια (Δεν το θυμάμαι. Ακόμα όμως μπορώ να σταθώ προσοχή στην ανάμνηση του διαπεραστικού τους βλέμματος )και ύφος βαθιάς πνευματικότητας, το οποίο όμως δεν τον εμπόδιζε να «ξεκολλάει» τ’ αυτιά σ’ εμάς τα παιδιά, αν μας έβρισκε μπόσικους μετά από…. τζαναμπετιές!
Βλέπετε οι παπάδες τότε ήταν και παιδαγωγοί και είχαν απεριόριστη εξουσία πάνω μας.
Από τα νιάτα του ήταν παπάς στην Αράχοβα, βάφτισε εμένα και πολλούς άλλους από τη γενιά μου.
Αυτός λοιπόν ο ιερέας αρρώστησε και πέθανε στα μέσα αυτής της δεκαετίας, αφήνοντας την ενορία της Παναγίας ορφανή και ακέφαλη.
Σε λίγο καιρό και για να εξυπηρετηθεί η κατάσταση, μάθαμε ότι θα μας έστελναν προσωρινά ένα μοναχό από το Μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Δεν ήταν κανονικός παπάς, αλλά ήταν Καλογερόπαπας, όπως έλεγαν.
Δεν ξέρω ποια είναι η διαφορά , μα τα …..γράμματα τα έλεγε όλα.
Και το Μεγαλοβδόμαδο και στην Ανάσταση και τα Χριστούγεννα και τ’ Αι Γιωργιού!
Ίσως να βιαζόταν λίγο και να ταλαιπωρούσε τους ψαλτάδες και τα παπαδοπαίδια, αλλά δεν παρέλειπε τίποτα!
Ήταν ο γνωστός μας Ε. Καραχάλιος με το μοναστηριακό όνομα Ευγένιος.
Ο πατέρας Ευγένιος, έμελε να μείνει κάμποσα χρόνια στην Αράχοβα ως Καλογερόπαπας.
Σε αυτά τα χρόνια της παραμονής του μέχρι να βρεθεί κανονικός παπάς να τον αντικαταστήσει, έμελλε ν’ αφήσει εποχή, διδάσκοντας με τις πράξεις του, ήθος και αξιοπρέπεια.
Κάνοντας πράξη, τα διδάγματα της επί του όρους ομιλίας, του «Ανθρώπου».
Ήρθε στη Χωριό πάλι τ’ Αι Δημητριγιού και την ίδια μέρα, εμφανίστηκε στο σπίτι μας για να δει τον φίλο του, κρατώντας για πεσκέσι στα χέρια του ένα τεράστιο μοναστηριακό λαθουρί γάτο, με μια φουντωτή ουρά που αργότερα , όταν κατοχύρωσε την περιοχή ως δική του και πήδαγε τον τοίχο της αυλής μας προς την ταράτσα των Παπασταθαίων , την ανέμιζε σαν σημαία .
Ο γάτος αυτός, κατείχε τις δυνάμεις του και γι’ αυτό γρήγορα έγινε το αδιαμφισβήτητο αφεντικό σε όλο το γατολόϊ της γειτονιάς.
Ακόμα και σήμερα γνωρίζω απογόνους του στην πλατεία Αφανού!
Έμεινε στο σπίτι μας για κάμποσες μέρες μέχρι οι επίτροποι της εκκλησιάς να του βρουν δικό του.
Οι δυό φίλοι, από την πρώτη μέρα άρχισαν τις κρασοκατανύξεις.
Από την πρώτη μέρα αυτός ο ταπεινός άνθρωπος, επέβαλε στην εκκλησία και τους ανθρώπους γύρω από αυτή (επιτρόπους, εκκλησάρες, παπαδοπαίδια κ.λ.π.) τους δικούς του «νόμους» και τη δική του συμπεριφορά, που είχε μονάχα μία κατεύθυνση:
Μοιράζουμε στον κόσμο όχι ότι μας περισσεύει, αλλά όλα! όλα όσα έχουμε, ακόμα και αυτά που ……….δεν έχουμε!
Βοηθάμε όπου μπορούμε και όσο γίνετε, ακόμα και αν δεν γίνετε, αυτούς που έχουν ανάγκη.
Η εκκλησιά στις μέρες του, χωρίς να χάσει δράμι από την πνευματικότητά της, πήρε απόλυτα λαϊκή μορφή και έσκυψε «χαμηλά», ίσα με το μπόι των απλών ανθρώπων.
Έγινε ξυπόλητη και πένης κι αυτή, όπως πολλοί από τους ενορίτες της.
Το ίδιο κατέβηκε και το ύψος του λαδιού ,για τα καντήλια της εκκλησιάς , στη βυτίνα αποθήκευσης, γιατί αυτός πρόσταζε, μόλις αυτό έπαιρνε ….τα πάνω του, να μοιραστεί σε όσους είχαν ανάγκη .
Κατέγραψε στο μυαλό του σιγά – σιγά όλες τις οικογένειες όχι μόνο της δικής του ενορίας αλλά όλου του χωριού.
Παρουσιαζόταν ξαφνικά και από το πουθενά σε κάθε ανάγκη.
Σχεδόν από την αρχή οι Αραχοβίτες του κόλλησαν με τρυφερότητα το παρατσούκλι «Καραφτώχιας», γιατί χρησιμοποιούσε πολύ συχνά αυτή τη λέξη, θέλοντας να γλυτώσει από τις ευχαριστίες των ενοριτών του όταν τους ευεργετούσε, επαναλαμβάνοντας με γρήγορο και κοφτό λόγο: καραφτώχια- καραφτώχια! αλλά καταγράφοντας έτσι και το οικονομικά σκληρό κλίμα της εποχής. Με αυτό το παραγκώμι τον ήξεραν όλοι . Έγινε σήμα κατατεθέν του.
Φεύγοντας από το Μοναστήρι και ερχόμενος στην Αράχοβα άρχισε να εισπράττει τον αντίστοιχο μισθό του Ιερέα, τον οποίο φυσικά, μοίραζε μέχρι της τελευταίας δεκάρας. Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτά.
Μοίραζε τα πρόσφορα, το λάδι που περίσσευε από τα καντήλια, μοίραζε τα φιλοδωρήματα από τις βαπτίσεις, τους γάμους , τις κηδείες και τα μνημόσυνα.
Μοίρασε, όπως είπα, ακόμα και αυτά τα αποθέματα της εκκλησίας.
Έμεινε πιστός μέχρι το τέλος στον Ευαγγελικό Μακαρισμό:
«Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται!»
Δεν κράτησε έτσι ποτέ τίποτα για τον εαυτό του, κάνοντας όμως δίκαιη ανακατανομή, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν και όσο πέρναγε από το χέρι του, ………….του τοπικού πλούτου.
Εκείνο που ποτέ δεν παρέλειπε ήταν η επίσκεψη στο σπίτι μας κάθε Τετάρτη και Κυριακή μετά το τέλος της Λειτουργίας και των άλλων υποχρεώσεών του προς την εκκλησία.
Τις Τετάρτες τρώγαμε όσπρια .
Πότε φασόλια , πότε λαθούρια , πότε φακές και πότε ρεβύθια.
Ξεκίναγαν με τον παππού να κουτσοπίνουν από τις έντεκα το πρωί και κατέληγαν αργά το μεσημέρι να χωρίζουν, αφού για πολλοστή φορά είχαν επαναλάβει τις ανδραγαθίες τους στο Στρατό.
Στο τέλος η επωδός του ήταν πάντα η ίδια:
«Να ιδώ Γιάννη, να ιδώ!………… τι ψυχή θα παραδώσουμε!»
Τις Κυριακές μετά τη Λειτουργία έφτανε στο σπίτι με ταχύτητα αστραπής.
Ξεκίναγαν με μια γαβάθα με λίγο «ζ’μί»! από την κοκκινιστή προβατίνα που κόχλαζε στην ξυλόστοφα, στην οποία έριχναν μικρά κομμάτια ψωμιού ή κανένα «τακούνι» τυριού, πίνοντας μπρούσκο κατάμαυρο κρασί το χειμώνα και αντίστοιχο νερωμένο το καλοκαίρι. Άμα έβραζε η προβατίνα και έριχνε η μάνα μου μακαρόνια μέσα , τα έτρωγαν με το….. κουτάλι, πίνοντας τις κούπες τους και κουβεντιάζοντας ασταμάτητα.
Πολλές φορές μεράκλωναν, πάντα έλεγαν το ίδιο Δημοτικό τραγούδι:
”Τρεις αντρειωμένοι εβούλλησαν να βγούν από τον Άδη
Ένας τον Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη
Κι ο Δήμος τ' αγια-Δημητριού ν' ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ' ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
Και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος»
Ποτέ δεν τον είδα να έρθει σπίτι μας με άδεια χέρια.
Ποτέ δεν τον είδα να φέρνει κάτι για να εξυπηρετήσει τις δικές του ανάγκες και του παππού μου.
Πάντα κουβάλαγε καλούδια για το σπίτι και για μας, τα παιδιά.
Συνήθως είχε κάτω από τη μασχάλη του μια λειτουργιά (πρόσφορο).
Ποτέ δεν τον άκουσα να μας κάνει κήρυγμα γύρω από το δόγμα της θρησκείας που υπηρετούσε.
Πάντα όμως με τις πράξεις και τις αγαθοεργίες του, γινόταν το απόλυτο χριστιανικό παράδειγμα, γιατί ακόμα και αυτή η παρουσία του, σε παρέπεμπε στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, τα χρόνια της αλληλεγγύης , της αγάπης και της προσφοράς στο συνάνθρωπο.
Ήταν αυτός ο ίδιος φωτισμένος.
Στις παραμονές από τις «καλές» μέρες του χρόνου, Πάσχα , Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο και γιορτές, Χανόταν!
Δεν ερχόταν καν στα καθιερωμένα συμπόσια!
Τον εύρισκες στα πιο απίθανα μέρη και στα πιο απομακρυσμένα σοκάκια του Χωριού!
Και ήταν πάντα φορτωμένος, θες τρόφιμα, θες σκεπάσματα, θες ρούχα, θες λειτουργιές. Μοίραζε, μοίραζε, μοίραζε.
Δεν είχε χωρεμούς, έτρεχε να προλάβει λες και ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του.
Λες και η σούπα, στο τραπέζι της ζωής, είχε σερβιριστεί και θα κρύωνε και μαζί με αυτή ο ίδιος θα έφευγε χωρίς να προκάμει να κάμει αυτά που έπρεπε!
Πότε προλάβαινε να κοιμηθεί ούτε που έμαθα ποτέ.
Στις πέντε το πρωί ήταν πρώτος απ’ όλους στην εκκλησιά.
Το μαρτυράνε τα παπαδοπαίδια η εκκλησάρα και οι επίτροποι, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του Ναού.
Στις απογευματινές λειτουργίες έμοιαζε σαν να μην έφυγε ποτέ από αυτή. Ίσως και να μην κοιμόταν καθόλου, γιατί ήξερε ότι δεν είχε χρόνο.
Δεν ήταν ψηλός, είχε μέτριο ανάστημα. Ήταν λεπτός και σκυφτός σαν σαμαροπαγίδα . Μελαχρινός σχεδόν μαύρος, χωρίς να είναι ούτε ρωμαλέος ούτε επιβλητικός.
Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο, μακρουλό , ξερακιανό και λιπόσαρκο.
Το δέρμα του φέγγιζε διάφανο και ετοιμόρροπο!
Είχε άσπρα μαλλιά και ακατάστατα μακριά , παραδόξως ασπρόμαυρα γένια.
Τα μάτια του στραφτάλιζαν και δεν στέκονταν σε μια μεριά.
Το βήμα του ήταν κοφτό και γρήγορο.
Δεν έκανε μεγάλες δρασκελιές, αλλά λαχάνιαζες για να τον φτάσεις.
Εξ ίσου γρήγορη ήταν η ομιλία του.
Νόμιζες , όταν μίλαγε, ότι τις λέξεις τις πρόφερε μιάμιση-μιάμιση! με ρυθμό πολυβόλου!
Όταν κυκλοφορούσε στο δρόμο, φόραγε ένα μαύρο ράσο κι από πάνω μία πολύ σκούρα μπλε πλεχτή ζακέτα.
Αυτή τη χάρισε μετά το Πάσχα της πρώτης χρονιάς σε κάποιον ξωτάρη, με τη δικαιολογία ότι δεν τη χρειαζόταν πλέον και μέχρι το χειμώνα , είχε ο Θεός!
Χοντρά μαύρα σκαρπίνια εξείχαν από το μακρύ ράσο του, έχοντας κολλημένα στη σόλα μπρός – πίσω , μικρά πέταλα για να μη λιώνουν εύκολα. Αυτά ήταν και η αιτία που, όταν περπατώντας σαν να φτερακάει, ακουγόταν ρυθμικά ο θόρυβος: κραπ-κράπ-κραπ και όλοι καταλάβαιναν ότι έρχεται!
Τα είχε στα πόδια του χειμώνα καλοκαίρι τα ίδια, μέχρι που και αυτά κάποτε τα δώρισε σε κάποιον, άγνωστο σε ποιόν, αντικαθιστώντας τα με κάποια άλλα πολύ πιο φθαρμένα.
Το καλυμμαύχι , χωμένο ως τα φρύδια και τ’ αυτιά, του έδινε ύψος και ποτέ δεν το έβγαζε. Ακόμα και μέσα στο σπίτι, το αντικαθιστούσε με ένα μοναστηριακό σκούφο που πάντα έκρυβε στην τσέπη του.
Δεν τον είχα δει ποτέ ξεσκούφωτο, γιατί αυτή η αλλαγή γινόταν με ταχύτητα , περιέχοντας και ένα είδος μαγείας! αυτός είναι ο λόγος που δεν θυμάμαι αν είχε μαλλιά στο κεφάλι του, ή ήταν καραφλός.
Πάντως, πίσω στο λαιμό του και πάνω από το γιακά , ήταν μαζεμένα και δεμένα πάντα σε κότσο τα μαλλιά του.
Τα μακριά μανίκια του ανέμιζαν σαν φτερά όταν περπάταγε.
Καμιά φορά έπεφταν μέχρι τους αγγόνες του, όταν κάπνιζαν διαδοχικά με το φίλο του το ίδιο τσιμπούκι, φανερώνοντας τα λεπτά χέρια του καλυμμένα από τα μανίκια μιας λεπτής εσωτερικής μπλούζας.
Από την αγορά πέρναγε σαν σφαίρα και ποτέ, ούτε καθόταν στα καφενεία, ούτε έπινε κρασί και τσίπουρο σε αυτά.
Εξαίρεση έκανε στον μπακαλοκαφενέ του Ι. Πλήτσου.
Στον οποίο συχνά όταν είχε λεφτά, ψώνιζε για τους ενορίτες του, αλλά ακόμα συχνότερα για τον ίδιο λόγο, λάβαινε πίστωση από τον μαγαζάτορα.
Πολλές φορές σ’ αυτό το μαγαζί, έπινε στα όρθια και στα γρήγορα καμιά «στραβή» ή κανένα ούζο.
Είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας , της συμπεριφοράς και της αγάπης που έτρεφε προς το συνάνθρωπο , το περιστατικό που διηγείται ο Γιώργος Πλήτσος ,τότε μπακαλόγατος του μαγαζιού και γιός του ιδιοκτήτη.
«Μπήκε στο μπακάλικο, ερχόμενος από το νεκροταφείο στο οποίο είχε συνοδέψει κάποιον ενορίτη του. Είχε εισπράξει ένα πενηντάδραχμο, ως φιλοδώρημα ,από τους συγγενείς του ……εξόδιου!
Το ακούμπησε επάνω στον πάγκο του μπακάλικου, που από μέσα ήταν ο Γιώργος.
-Πάρε το πενηντάρικο , είπε στο παιδί, κράτα το ούζο που θα μου βάλεις, ξόφλα και ότι άλλο έχω βερεσέ και αν έχω ρέστα δώστα μου.
-Ταυτόχρονα απάντησε στην Ψ. που εκείνη την ώρα μπήκε στο μαγαζί και χαιρέτησε.
-Το παιδί αμέλησε να πάρει αμέσως το πενηντάρικο από τον πάγκο, παρά έσκυψε κάτω από αυτόν για να πάρει την μποτίλια με το ούζο. Σηκώθηκε έβαλε το ούζο στο ποτήρι του γέροντα και ξαναέσκηψε να βάλει την μποτίλια στη θέση της.
-Ο γέροντας με γρήγορες κινήσεις σήκωσε το ποτήρι και ήπιε το ούζο.
-Στη συνέχεια με ένοχο και απολογητικό ύφος του είπε!
- Γράψτο!
-Έφυγε, σαν αστραπή, με το γνωστό κοφτό και γοργό βήμα του.
-Το πενηντάδραχμο είχε εξαφανιστεί!
-Το είχε δώσει στη Ψ. γιατί διέγνωσε ότι αυτή το είχε περισσότερη ανάγκη και ότι το μαγαζί μπορούσε να αντέξει αυτή τη μικρή πίστωση για λίγες μέρες ακόμα.»
Σε λίγα χρόνια έφυγε από την Αράχοβα, αφού πρώτα αντικαταστάθηκε από το σημερινό Ιερέα της ενορίας της Παναγίας και αφού δύο χρόνια πριν είχε συνοδέψει το φίλο του στη Χτυριαρού!
Στο ενδιάμεσο ερχόταν σπάνια σπίτι μας για να μας φέρει καμιά λειτουργιά, όμως ούτε έτρωγε, ούτε έπινε ποτέ τίποτα, παρόλα τα παρακάλια της μάνας μου.
Κοιμήθηκε στο Μοναστήρι που έζησε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του και τον έθαψαν κάτω από μια δαφνομυρτιά σ’ ένα απλό μνημούρι που υπάρχει ακόμα.
Αυτός λοιπόν φίλοι μου ήταν ο Καλογερόπαπας ο... Καραφτώχιας!
Σήμερα η φήμη του και η εικόνα του δεν έχει σβήσει από την Αράχοβα.
Είμαι σίγουρος ότι όσοι τον γνώριζαν και διαβάσουν τούτες τις αράδες, θα τον φέρουν στη θύμησή τους!
Ακόμα πιο σίγουρος είμαι ότι ο παλιός μπακαλόγατος που μου διηγήθηκε την τελευταία ιστορία θα είναι περίσσια συγκινημένος!
Γιατί πολύ καλά ξέρει ότι κανένας δεν πεθαίνει, άμα υπάρχουν κάποιοι που τον θυμούνται!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ.