Πέρασαν σχεδόν δέκα χειμώνες από τότε που χάθηκε ο Σπύρος του Ζεμενού. Το χωριό ξέχασε σιγά-σιγά τη μορφή του, μα όχι τα λόγια του. Και οι ιστορίες γύρω από τη χρυσή άμαξα και την εξαφάνιση του Σπύρου παρέμεναν ζωντανές, να ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα.
Η Καλή, μια μοναχική γυναίκα που ζούσε στην άκρη του χωριού, δεν είχε πολλές παρέες, αλλά ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει στις παλιές ιστορίες. Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι με κήπο και μερικά βιβλία που διάβαζε τα βράδια, όταν ο αέρας του Παρνασσού τρύπωνε μέσα από τις ρωγμές στους τοίχους. Δεν είχε οικογένεια, και τα χρόνια πέρασαν γεμάτα σιωπή και μοναξιά. Όμως κάτι μέσα της ήξερε ότι η ιστορία του Σπύρου δεν είχε τελειώσει. Ένιωθε πως το βουνό κρύβει ακόμα μυστικά που δεν τα είχε μάθει κανείς.
Ένα πρωινό του Δεκέμβρη, η Καλή είδε κάτι παράξενο: βάδιζε στο χιόνι κοντά στο δάσος και παρατήρησε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Ήταν χνάρια, μεγάλα και βαριά, σαν να είχε περάσει άμαξα. Ακολούθησε τα σημάδια, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει, ότι ήταν η στιγμή να ανακαλύψει κάτι που είχε παραμείνει κρυμμένο για χρόνια.
Το μονοπάτι τη έφερε στο Κωρύκειο Άντρο, εκεί όπου οι φωνές του Παρνασσού ακούγονται πιο καθαρά και το βουνό μιλάει στους λίγους που ξέρουν πώς να το ακούσουν. Η Καλή μπήκε μέσα στη σπηλιά, νιώθοντας μια ανεξήγητη ζέστη να την περιβάλλει. Ήταν σχεδόν σαν το βουνό να την καλωσόριζε.
Στην καρδιά της σπηλιάς, είδε κάτι που την άφησε άφωνη: μια χρυσή άμαξα, μισοθαμμένη στην πέτρα, σα να είχε παραμείνει εκεί για αιώνες. Το χρυσό της περίγραμμα φαινόταν να αντανακλά το φως από το φανάρι της. Μπροστά της, τα λάφυρα ήταν κρυμμένα από τη σκόνη του χρόνου, αλλά κάτι άλλο ήταν πιο σημαντικό.
Κάθισε και άπλωσε το χέρι της να αγγίξει τον τροχό. Τότε, άκουσε έναν ψίθυρο, σαν να έβγαινε από τα βάθη της γης.
«Δεν την έψαχνα για τον χρυσό… αλλά για να τη θυμηθούν».
Η φωνή ήταν αχνή, αλλά η Καλή την ένιωσε βαριά και γεμάτη πόνο. Σήκωσε το κεφάλι της και τότε είδε, για μια στιγμή, μια σκιά να στέκεται πίσω της, ψηλή και παράξενη, σαν να ανήκε στο ίδιο το βουνό.
Γύρισε με σφοδρότητα, μα δεν υπήρχε κανείς. Μόνο η σιωπή και η αίσθηση ότι είχε ανακαλύψει κάτι που ανήκε σε έναν άλλο κόσμο, πέρα από τον δικό της.
Καθώς έβγαινε από τη σπηλιά, ένιωσε ότι κάτι είχε αλλάξει. Ήταν σαν να είχε εισχωρήσει στην καρδιά του μυστηρίου που είχε στοιχειώσει τον Παρνασσό για χρόνια. Και ίσως, από εκείνη τη στιγμή, η Καλή να μην ήταν πια μόνη της.
Συνεχίζεται με μέρος 3ο και 4ο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ.