Τον συναντήσαμε στην επιστροφή μας από το δάσος, μόλις κατεβήκαμε από τ’ αυτοκίνητα, αφού προηγουμένως τα στριμώξαμε γύρω από ένα όμορφο νεαρό και υγιέστατο έλατο που δεσπόζει στην είσοδο της Ταβέρνας.
Ξέραμε ότι εκείνος το είχε φυτέψει όπως και τα άλλα δέντρα που βρίσκονταν στο πλάτωμα και γι’ αυτό επίτηδες τα βάλαμε εκεί, σίγουροι για την άδειά του.
Μας παρακολουθούσε μέσα από το τζάμι της κουζίνα, ταχτοποιώντας καμιά δεκαριά αρνιά στη βιτρίνα –ψυγείο του μαγαζιού.
Σε λίγο βγήκε έξω χαρούμενος να μας προϋπαντήσει.
Παρόλο που ήταν Δεκέμβριος το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο από τις εργασίες που καταπιανόταν. Προχωρώντας προς το μέρος του παρατήρησα στο γέρικο ρυτιδωμένο μέτωπό του, τον ιδρώτα που έτρεχε, ν’ αλλάζει αυλακιά, όσο αυτός έσπευδε με απλωμένα χέρια να μας χαιρετήσει.
Ήταν ογδόντα χρονών και όμως δούλευε ακόμα!
Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που η δουλειά, σημαδεύει την ίδια τους την ύπαρξή και τους συνοδεύει μέχρι το τέλος της ζωής τους.
«………………»
Αυτή η κυριακάτικη εκδρομή, τελικά εξελίχτηκε σε εκπαιδευτική οικολογική βόλτα για τα εξ παιδιά, μικρών ηλικιών που είχαμε μαζί μας και καμπανάκι για πιθανή αναθεώρησε απόψεων, για μας τους μεγάλους.
Περιπλανηθήκαμε στη δυτική πλευρά του Δρυμού του Παρνασσού και στα χωράφια που τον αγκαλιάζουν, προσπαθώντας να απολεπισθούμε από τις τοξίνες της αστικής μας διαβίωσης.
Ήμασταν φορτωμένοι, μικροί και μεγάλοι, με τον αδικαιολόγητο φόβο για τα ζώα, τα φυτά, ακόμα και για τον πεντακάθαρο αέρα της υπαίθρου, που μας τρόμαζε λόγο της έλλειψης εξοικείωσης.
Αυτοχρήστηκα επικεφαλής του γκρουπ, λόγο εντοπιότητας και τους οδήγησα πρώτα στην πηγή του Τριζινίκου όπου, η άγνοια των αμάθητων γόνων μας, μεταλλάχτηκε σε μεγιστοποιημένη απορία για την μεγάλη ποσότητα του νερού που ξεπηδούσε από τα έγκατα της γης και ξεχυνόταν στο αυλάκι, ορμητικά σπάταλο, χωρίς φειδώ και χωρίς σταματημό.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι άγουροι νέοι θεωρούσαν ως μοναδική πηγή ροής νερού τις……… βρύσες του σπιτιού, γνώση που μάλλον δεν διευρύνθηκε από τις στείρες και ξερές θεωρητικές προσεγγίσεις του σχολειού τους. ……. Υπερβολές! – Κόθρονες! ( το Μέτρο δια της Υπερβολής)!!!!
Παρατηρούσαν το γάργαρο και αψύ νερό που ξεχείλιζε από την τρύπα που έχασκε μπροστά τους, έχοντας μια εξόχως ακατανόητη έκπληξη! χαραγμένη στα πρόσωπά τους.
Τα κινητά είχαν μετατραπεί σε φωτογραφικές μηχανές και έγιναν προέκταση των χεριών, των παιδιών της πολυκατοικίας και του τσιμέντου το οποίο βιωματικά έχει σκληρύνει τη ματιά τους, διότι δυστυχώς με αυτόν τον τρόπο διδάχτηκαν τη φύση, από φωτογραφίες και θεωρητικές περιγραφές δηλαδή, χωρίς να έχουν συνηθίσει στην επαφή με αυτή, απευθείας, χωρίς μεσολαβητές.
Διότι δυστυχώς, μόνο μέσα από το φιλτράρισμα της σιγουριάς του φακού, μπορούν να συμμετάσχουν στην κατανόηση του κόσμου, αγνοώντας την πελεκημένη μαγεία, που μονάχα η φύση μπορεί να μετατρέψει σε ανείπωτο μπουκέτο συναισθημάτων.
Διότι έχουν εθιστεί στην εισπνοή του περίεργου αέρα της πόλης, που τους φορτώνει με την ψευδαίσθηση ότι αυτός είναι η μοναδική πραγματικότητα .
Στη συνέχεια η έκπληξή τους κορυφώθηκε, μόλις αντίκρισαν το ταπεινό εκκλησάκι της ‘’Παλιοπαναγιάς’’ που παρουσιάστηκε μπροστά μας ξαφνικά στη στροφή του δρόμου, πλαισιωμένο από πανύψηλα έλατα και θαμνώδη πουρνάρια.
Αδυνατούσαν να εξηγήσουν την ευεξία που προσλάμβαναν από την εκκωφαντική ταπεινότητα του μικρού ναού και μάταια την συνέκριναν, με τα πολυτελή άμφια των θεραπόντων του θεού στην πόλη, καθώς και με τις ογκώδεις και περίτεχνες εκκλησιές στις οποίες αυτοί τον υπηρετούσαν .
Όμως μόνο εδώ αισθάνθηκαν τη μυσταγωγία του διαφορετικού.
Μόνο εδώ ασυναίσθητα και σχεδόν μεταφυσικά, άρχισαν να κατανοούν τη φύση, γι αυτό και ο ζήλος και η απορία τους ήταν έκδηλη.
Αλλά κι εμείς οι μεγαλύτεροι, εμείς οι άμαθοι της πόλης, μετά βίας καταφέραμε να προσεγγίσουμε, με τη βιωματική μέθοδο, το μέγεθος της φυσικής αρμονίας, γι’ αυτό και αθέλητα καταφύγαμε στην μέθοδο της πλασματικής πραγματικότητας, στον……………. πολιτισμό της φωτογραφικής μηχανής, στην ουτοπία του υποκατάστατου.
Αυτή ήταν η αιτία που αισθανθήκαμε ότι ο πολιτισμός του ανθρώπου, ήταν αδύναμος μπροστά στην ακατανίκητη απλότητα της ομορφιά της φύσης και σε αντιδιαστολή, ήταν ο λόγος που η φύση μας τρόμαζε, γιατί οι αισθήσεις μας δεν είναι εκπαιδευμένες σε αυτόν τον βομβαρδισμό , μυρουδιών και χρωμάτων , στα βότανα και τα πανύψηλα έλατα, στις οσμές των θάμνων και του χώματος, στη συνύπαρξη με πλάσματα που έχουν παράξενες συμπεριφορές.
Η στείρα αντιπαράθεση του πολιτισμού της τεχνολογίας και της αλαζονείας, απέναντι στην αμασκάρευτη επίδραση της φύσης που είχαμε βιώσει και που μάταια στο μυαλό μας, προσπαθούσαμε να ταυτίσουμε με την πραγματική δική μας ζωή, ηττήθηκε κατά κράτος .
Όμως, αυτός ο κόσμος στον οποίο εισβάλαμε απρόσκλητοι, ενοχλώντας τον, απλόχερα φρόντισε να καλμάρει τις αισθήσεις μας, προσφέροντάς μας μια εξαιρετική εμπειρία, με τ’ αγριοκυκλάμινα και τους χειμωνιάτικους κράταιγους , τη ρίγανη και τις αγριοτσαγιές, τις φτελιές και τους φλόμους, με τα επιβλητικά έλατα και τα ντροπαλά πουρνάρια, που σαν καλοπροβαρισμένη ορχήστρα ορθώθηκαν μπροστά μας καταλαμβάνοντας τις αισθήσεις μας.
Πήραμε το δρόμο προς την ταβέρνα που θα τρώγαμε, σημειώνοντας και φωτογραφίζοντας άγνωστα ονόματα δέντρων , φυτών και βοτάνων.
«…………….»
Τα παιδιά, χαρούμενα , μετά τις πρώτες χαιρετούρες με τον γέροντα, ξέφυγαν, προς στιγμήν , από την επιτήρηση των μεγάλων και αφού εισήλθαν στο εσωτερικό της κουζίνας της ταβέρνας , στάθηκαν εκστασιασμένα μπροστά στη βιτρίνα που κρέμονταν τα αρνάκια γάλακτος, εκεί όπου τα είχε πριν από λίγο τοποθετήσει ο γέροντας.
Τα περιεργάζονταν και συζητούσαν χαμηλόφωνα, μέχρι που το κακό έγινε, καταστρέφοντας οποιαδήποτε ατμόσφαιρα οικειότητας και φιλοφρονήσεων είχε μέχρι τότε επικρατήσει.
Κάποιος από τους μεγαλύτερους νεοσσούς της παρέας αναφώνησε, αντικρίζοντας τα κρεμασμένα αρνιά:
Πω! Πω! κάτι μεγάλα κουνέλια! Παρασύροντας με την άποψή του και τους υπόλοιπους της συντροφιάς.
Φαίνετε, συνέχισε ο νεαρός , θα τα εκτρέφουν μόνο σε αυτή την περιοχή.
Έκπληκτοι για την ανακάλυψή τους και θέλοντας να πιστοποιήσουν αυτή την άποψη, αναζήτησαν τους γονείς τους , ζητώντας τελικά την ετυμηγορία του καταλληλότερου σε αυτή την περίπτωση ατόμου, του Γέροντα!
Αυτός, άρρηκτα δεμένος με τη φύση, την ίδια που πριν από λίγο η συντροφιά νόμιζε ότι είχε εξερευνήσει, αδυνατούσε να καταλάβει τη σύγχυση που αντιμετώπιζαν οι νεαροί βλαστοί και την αδυναμία τους να ξεχωρίσουν τα κουνέλια από τα αρνιά!
Νόμισε ότι τον κορόιδευαν!
Προς στιγμήν παρεξηγήθηκε, γι’ αυτό και ήταν έτοιμος να επιτεθεί στους γονείς για την ελλιπή διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, στο σεβασμό που όφειλαν οι νεότεροι προς τους μεγαλύτερους..
Όταν αντιλήφτηκε την αφελή άγνοια των παιδαρίων , που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν την καταφανέστατη διαφορά, αγρίεψε ακόμα πάρα πάνω , αλλά αυτή τη φορά, όχι με τα παιδιά, αλλά εναντίων των γονιών που δεν φρόντισαν να μάθουν στους γόνους τους τα προφανή και επομένως , κατά τη γνώμη του όπως είπε, μεγάλωναν πλαστικούς ανθρώπους σε νάιλον δοκιμαστικούς σωλήνες.
Φούσκωσε, φώναξε , ξαναφώναξε, επικαλέστηκε την παρακμή του πολιτισμού μας και την κατάντια των γονιών, αλλά στο τέλος υποτάχτηκε στη μοίρα του μουρμουρίζοντας:
Ευτυχώς εγώ σε λίγο τελειώνω , αποχωρώ και δεν θα δώ τα χάλια σας!
Αλίμονο σ΄ εσάς και τα παιδιά σας που μάθατε να ζείτε μόνο με το μισθό σας, αδιαφορώντας για ότι μπορεί να σας δώσει ο τόπος. Αδιαφορώντας για ότι μπορείτε να δείτε στα βουνά και τα χωράφια .
Αλίμονό σας αν κάτι συμβεί, που θα συμβεί και χρειαστεί να καταφύγετε στη γη για να επιβιώσετε. Επειδή δεν την καταλαβαίνετε, θα πεθαίνετε σαν τα ποντίκια κλεισμένοι στα τσιμεντοκούτια σας και κανένας δεν θα σας λυπάται!
Ο ξένος με τον τόπο, είναι ξένος με τον εαυτό του και δεν έχει καμία τύχη και κανένα μέλλον!
Φύγαμε, αρκετή ώρα αργότερα, παίρνοντας μαζί μας τις φωτογραφίες ενός άγνωστου κόσμου σε μας, που με γλυκύτητα είχε εισβάλει στις αισθήσεις μας.
Ταυτόχρονα διατηρήσαμε τον αλαζόνα εαυτό του αστικού μας πολιτισμού της τεχνολογίας και της δήθεν προόδου και αφήσαμε το γέρο ήσυχο στη φύση στην οποία γεννήθηκε και γέρασε, σ’ αυτή με την οποία συνδέεται και την οποία εμπιστεύεται, έστω και αν αυτή σήμερα, είναι σαφώς αξιολύπητα απαξιωμένη.
Ο Γέρος δεν είχε διαβάσει ποτέ ποιήματα του Σικελιανού, όμως, όταν ανέφερα τ’ όνομά του, θυμήθηκε ότι είναι ο ποιητής από τους Δελφούς. Ο Ποιητής που, όπως και πολλοί άλλοι, εκφράστηκε με την ποίηση γιατί έζησε και μελέτησε τους απλούς ανθρώπους, σαν κι αυτόν, της υπαίθρου και κατανόησε την καρδιά τους.
Στον «Αλαφροϊσκιωτο», μας γεμίζει οδύνη, κάνοντάς μας σαφή τη δική μας απώλεια της πραγματικής ζωής , σε μας τους ‘’τρυποφράχτες’’ των πόλεων, απαγγέλλοντας:
Βουνά ξεσκάφτει το τσαπί, /χτυπάει το μελισσόχορτο,/ αναπηδά το ευώδιασμα /στο λαγαρόν αιθέρα./ Παντού ο λαός και λάτρεψα/ και στη λαχτάρα μου είπα: /Βάλε το αυτί στα χώματα./ Και φάνη μου πως η καρδιά /της γης βαριά αντιχτύπα. /Κι έβλεπα πάνω απ’ την κορφή /βαθιά τη πλάση πάσα /τον ουρανόν ανάσαινα/ και δεν μου ακούγονταν η ανάσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ.