Φωτογραφία: Δέσποινα Πιλάτη
|
Γράφτηκε από τον Δέσποινα Κοντάκη - Τσιριγώτη
Με αφορμή το άρθρο της Τζίνας Δαβιλά με τίτλο «Καληνύχτα Κόσμε» το οποίο με ταρακούνησε.
Ποιός είναι ο θεός ενός παιδιού;
Τους κοιτούσα απογοητευμένη να ξεμακραίνουν. Δυο άντρες ήταν. Ήρθαν μετά από μιάμιση ώρα από το πρώτο τηλεφώνημα που τους έκανα. Λογικά θα έπρεπε να έχουν έρθει αμέσως. Αυτό σκεπτόμουν όση ώρα κοιτούσα στο ρολόι την ώρα να περνά. Δικαιολογήθηκαν γιατί είχαν πάει στην περιοχή με τα καλοκαιρινά BAR για καταγγελία που είχε γίνει στην υπηρεσία τους για ηχορύπανση. Κάποιοι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν.
Και στη γειτονιά μας όμως δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε κάποιοι , για ηχορύπανση κι εμείς. Όχι από μουσική. Ούτε από φωνές χαράς και γιορτής.
Από τις κραυγές και το κλάμα ενός παιδιού.
***
Ήταν μια βραδιά καλοκαιριού σαν πολλές άλλες. Με την φίλη Άννα, καθόμασταν στον κήπο συζητώντας χαμηλόφωνα. Ξαφνικά ακούσαμε φωνές, φασαρία. Κι ύστερα κλάμα και κραυγές . Σωπάσαμε και σταθήκαμε αμίλητες να καταλάβουμε τι ήταν. Προς στιγμήν είπαμε ότι είναι κάποιο πρόγραμμα στην τηλεόραση …
Κι ύστερα σε ελάχιστα λεπτά πάλι τα ίδια. Καταλάβαμε ότι οι φωνές έρχονταν από ένα σπίτι της γειτονιάς. Πήγαμε προς αυτό, αλλά η κλειδωμένη ψηλή εξώπορτα του κήπου δεν μας επέτρεπε να περάσουμε μέσα. Οι κραυγές και τα κλάματα ακούγονταν τώρα ξεκάθαρα. Η μητέρα χτυπούσε το παιδί της. Το βασάνιζε.
Και βρισιές που δεν μπορώ να τις ξεστομίσω ούτε σε μεγάλους. Κι εκείνη η μητέρα τις έλεγε στο παιδί της. Αγόρι προσχολικής ηλικίας. Άρχισα να φωνάζω απ έξω να έρθουν να μας ανοίξουν ρωτώντας δυνατά κι επίμονα «τί συμβαίνει εκεί μέσα;» Άρχισα να ουρλιάζω ότι θα μπω μέσα. Τόσο θυμό είχα. Ακούγαμε το παιδί να κλαίει.
Μόλις ακούστηκαν οι φωνές μου, σταμάτησαν οι μέσα φωνές. Τίποτα. Τσιμουδιά. Φώναξα δυνατά ότι καλώ την Αστυνομία.
***
Όσο περιμέναμε την αστυνομία, έπιασα κουβέντα με κάποιους γείτονες. Μεγάλοι άνθρωποι. Μου είπαν ότι αυτό γινόταν συνεχώς.
-Κι εσείς τι κάνετε, ρώτησα.
-Τι να κάνουμε, μου λένε. Η γυναίκα αυτή δεν είναι στα καλά της. Συνεχώς τέτοια κάνει στο παιδί.
-Και γιατί δεν της μιλάτε μια φορά που είναι έξω στον κήπο; Να την επιπλήξετε για αυτό που κάνει;
-Να βρούμε τον μπελά μας ; Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι. Είναι τρελή η γυναίκα.
-Και πώς μπορείτε και κοιμάστε ήσυχοι μου λέτε; Κι αν είστε μεγάλοι; Αν ήταν το εγγόνι σας θα το αφήνατε έτσι;
Η ώρα περνούσε και η αστυνομία δεν ερχόταν. Ξαναπήρα άλλες δυο φορές ρωτώντας τους αν θα έρθουν μετά, αφού το έχει σκοτώσει πρώτα. Είχα πάρει τηλέφωνο γύρω στις 11.30 πριν τα μεσάνυχτα και ήρθαν μετά την 1.00
-Τί συμβαίνει εδώ, με ρωτούν.
Λέω αυτά που έχω ακούσει μέχρι στιγμής. Και τους έδειξα το σπίτι. Πλησιάσαμε μαζί προς τα εκεί. Το αγόρι ήταν έξω στην αυλή (το είχε βγάλει εκείνη έξω) για να κάνει ότι δήθεν παίζει αδιάφορα. Στη 1 τη νύχτα!
-Παιδί μου, λέει ο ένας αστυνομικός, έγινε κάτι εδώ;
-Όχι κύριε, απαντά το παιδί.
-Μα εμείς μάθαμε ότι κάτι έγινε εδώ. Μας το είπε η κυρία.
-Κυρία γιατί λέτε ψέματα, λέει το αγόρι κοιτώντας με.
-Παιδί μου , ξέρεις πολύ καλά ότι δεν λέω ψέματα. Αυτό που θέλω είναι να σε βοηθήσω. Καταλαβαίνω τον φόβο σου. Όμως πρέπει να μας μιλήσεις και να πεις την αλήθεια στους κυρίους. Σ αγαπάμε. Μη φοβάσαι. Μπορεί και η μαμά σου να χρειάζεται βοήθεια.
-Δεν συμβαίνει τίποτα εδώ, ξαναλέει το παιδί.
-Αν είναι έτσι λοιπόν Πετράκη, έλα πιο κοντά στην πόρτα και σήκωσε την μπλούζα σου επάνω.
Μόλις είπα έτσι το παιδί τρομοκρατημένο έκανε μερικά βήματα ακόμα πιο πίσω. (Η Ψηλή πόρτα πάντα κλειδωμένη και η μητέρα άφαντη)
Το σώμα του παιδιού ήταν γεμάτο μώλωπες όπως μου είπε κάποιος γείτονας γι αυτό του ζήτησα να σηκώσει το ρούχο του. Το έβλεπαν όταν γύριζε από τη θάλασσα. Δεν το έκανε. Καθόταν φοβισμένο τώρα πίσω πίσω. Ο πανικός να μη μαρτυρήσει τίποτα για την Μητέρα του ήταν στο βλέμμα του. Για την μητέρα που ήταν θεός για εκείνο....
Το σώμα του παιδιού ήταν γεμάτο μώλωπες όπως μου είπε κάποιος γείτονας γι αυτό του ζήτησα να σηκώσει το ρούχο του. Το έβλεπαν όταν γύριζε από τη θάλασσα. Δεν το έκανε. Καθόταν φοβισμένο τώρα πίσω πίσω. Ο πανικός να μη μαρτυρήσει τίποτα για την Μητέρα του ήταν στο βλέμμα του. Για την μητέρα που ήταν θεός για εκείνο....
Οι αστυνομικοί σηκώθηκαν να φύγουν.
-Φεύγουμε, μου είπαν. Το παιδί δεν παραδέχεται τίποτα…. Εμείς στο σπίτι δεν μπορούμε να μπούμε!
-Φεύγετε;; Το παιδί είναι τρομοκρατημένο! Δεν το βλέπετε; Φεύγετε χωρίς να φωνάξετε την μητέρα έξω να δείτε έστω την φάτσα της; Ξέρω ότι στο σπίτι δεν μπορείτε να μπείτε! Την μητέρα όμως μπορείτε να την φωνάξετε έξω! Να ρωτήσετε εκείνη ό,τι θέλετε.
Δεν άκουγαν τίποτα. Ναι! Αυτή είναι η προστασία του πολίτη και κυρίως των μικρών ανυπεράσπιστων παιδιών.
Τώρα που το παιδί αυτό θέλει προστασία και φροντίδα φεύγετε, τους φώναζα, αλλά σε μερικά χρόνια μπορεί να γίνει ψωμί για την δουλειά σας! Να το κυνηγάτε για παραβατικότητα, για την οποία δεν θα φταίει καθόλου! Ντροπή σας!
Έφυγαν κοιτάζοντάς με αγριεμένοι για την τελευταία φράση μου. Δεν έκλεισα μάτι θυμάμαι εκείνη τη νύχτα. Περίμενα να ξημερώσει και να κάνω τα δέοντα ως πολίτης. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν αυτό και ήταν υποχρέωσή μου. Και αυτά που γράφω εδώ τα γράφω για να ξυπνήσουν συνειδήσεις και ανθρωπιά που τις έχουμε επιλεκτικά και κατ εξαίρεση.
Το πρωί άυπνη , έριξα στην τσάντα μου μερικές κόλλες αναφοράς και πήρα σβάρνα τους συγγενείς της οικογένειας. Καταγράφοντας τα πάντα.
Η Σοφία ήταν υιοθετημένη. Παντρεύτηκε και απόκτησε ένα αγόρι. Τον Πέτρο. Το ζευγάρι χώρισε. Ο Πατέρας στον κόσμο του. Η Σοφία μεγάλωνε το παιδί, έχοντας κάποια έσοδα από τους θετούς γονείς της. Εκείνο το καλοκαίρι επισκέφτηκε το εξοχικό το οποίο είχε ξεχάσει για αρκετά χρόνια. Το σπίτι που ήταν στη γειτονιά αυτή. Αυτά τα ήξερα κι εγώ. Τα άλλα όμως δεν τα ήξερα. Και φρόντισα να τα μάθω.
Από μωρό που ήταν το παιδί, το κλείδωνε στην ντουλάπα. Και το άφηνε εκεί για ώρες. Για τιμωρία. Κάποτε επιχείρησε να πνίξει την θετή μητέρα της. Έβριζε το μικρό αγόρι με γυναικείες βρισιές αδιανόητες. Είχε ερωτικούς συντρόφους πολλούς τους οποίους δεχόταν και όλα γίνονταν μπροστά στα μάτια του παιδιού. Άρχισα να συνδυάζω πράγματα. Απαιτούσε από τον Μικρό Πέτρο να τους λέει όλους ‘’μπαμπά’’ .
Αρρώστησα από αυτά που έβγαζα στο φως. Ρωτούσα κάθε φορά τους συγγενείς : Γιατί δεν κάνατε κάτι αυτά τα χρόνια; Γιατί; Γιατί αφήσατε αυτή την ψυχούλα απροστάτευτη; Μου απαντούσαν ότι η γυναίκα είναι τρελή και τους απειλεί ότι θα τους σκοτώσει αν επέμβουν.
Διαλυμένη ψυχολογικά αλλά με απίστευτο θυμό έφτιαξα 4-5 σελίδες με στοιχεία από όλα όσα έμαθα. Η φίλη μου υπέγραψε σαν μάρτυρας αφού ήταν μπροστά. Πήγαμε μαζί στην εισαγγελία ανηλίκων. Παρέδωσα τον φάκελο και περίμενα. Ο εισαγγελέας άρχισε να διαβάζει και φρίκαρε. Άλλαζε χρώματα και εκφράσεις σε δευτερόλεπτα.
Γύριζε και με κοίταζε κάποιες φορές. Με ρώτησε πως τα συνέλλεξα όλα αυτά. Σοκαρισμένος εμφανώς. Του είπα. Από συγγενείς που δεν ήθελαν να δώσουν τα ονόματά τους γιατί δεν ήθελαν να βρουν τον μπελά τους.
Είχα καταγγείλει και την στάση των αστυνομικών. Για την αργοπορία τους, για το ότι έτρεξαν πρώτα στην καταγγελία για την ηχορύπανση των BAR και γιατί αν νοιάζονταν πραγματικά θα φώναζαν έξω την μητέρα να μιλήσουν μαζί της. Δεν το έκαναν.
Ο εισαγγελέας έδωσε εντολή αμέσως να φύγει περιπολικό και να πάει την μητέρα εκεί μπροστά του. Είχε πάθει σοκ ο άνθρωπος. Έκανε επίπληξη στην αστυνομία για την στάση τους το προηγούμενο βράδυ. Προσπαθούσαν να δικαιολογηθούν χωρίς να τα καταφέρνουν. Ο εισαγγελέας φώναζε εξοργισμένος με την στάση των οργάνων.
Μετά από λίγη ώρα, η απάντηση που ήρθε ήταν ότι η γυναίκα είχε πάρει το αγόρι κάπου αλλού και κρυβόταν.
Θα έκαναν περιπολίες κοντά στο σπίτι συνέχεια μου είπαν, μέχρι να την πετύχουν.
Πήγαινα μέρα παρά μέρα στην εισαγγελία. Γύρω μου είχε ανοιχτεί ένα μέτωπο από κάποια συγγενικά μου πρόσωπα και φιλικά γιατί ανακατεύομαι. Θα βρω τον μπελά μου. Τί θες βρε παιδί μου τώρα; Μην ανακατεύεσαι…
Μια ερώτηση έκανα μόνο σε όλους: Πώς μπορείτε και κοιμάστε ήσυχοι όταν ξέρετε ότι μια ψυχή ανυπεράσπιστη βασανίζεται και θέλει αγάπη γαμώτο σας; Αφήστε με ήσυχη να κάνω αυτό που πρέπει. Κι αν δεν μπορείτε εσείς να το κάνετε, βγάλτε το σκασμό ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!
Την βρήκαν μετά από λίγες ημέρες. Ισχυριζόταν ότι όλα αυτά είναι ψεύδη και κακοήθειες. Κοινωνική λειτουργός ανέλαβε το παιδί, ώστε να του αποσπάσει την αλήθεια. ΤΙΠΟΤΑ. Το παιδί δεν παραδεχόταν τίποτα. Γιατί ήξερε τι το περίμενε μετά από την μητέρα. Ο πανικός ήταν διάχυτος στο πρόσωπο.
Ο εισαγγελέας μου είπε ότι δυστυχώς ο νόμος του δένει τα χέρια. Αφού το παιδί δεν παραδέχεται τίποτα, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Η ιστορία σταμάτησε εκεί σε ό,τι αφορά την καταγγελία.
Σε ό,τι αφορά την μητέρα, άρχισε να με απειλεί και να με βρίζει περνώντας έξω από το σπίτι μου.
Έκανα ότι δεν άκουγα. Δεν ξανάκουσα να κλαίει το παιδί ούτε να το βρίζει για αρκετό καιρό. Πρόσεχε γιατί φοβόταν την άμεση σύλληψή της από τις αρχές τώρα. Είχα πει ότι θα καταγράψω με μαγνητόφωνο ό,τι ακούσω.
Ένα απόγευμα άκουσα πάλι φωνές και κλάματα. Πετάχτηκα έξω και πήγα στην μεγάλη πόρτα. Άρχισα να φωνάζω έξαλλη να βγει έξω. Βγήκε. Την ρώτησα γιατί βασανίζει το παιδί. Με είπε ψεύτρα. Είπα ότι θα μπουκάρω μέσα και θα της λιώσω το κεφάλι. Δεν ήξερα τι έλεγα από τον θυμό και την αγανάκτηση, για τους νόμους, για τις υπηρεσίες, για τον περίγυρο, για την βόλεψή μας. ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ!
Άρχισα να σκαρφαλώνω στην πόρτα για να περάσω στην αυλή της. Της φώναζα ότι εγώ είμαι λίγο πιο τρελή από αυτήν. Μου φώναζε να κατέβω κάτω από την πόρτα γιατί θα φώναζε την αστυνομία και θα μου έκανε και μήνυση.
Αυτό θέλω, της είπα. Κάντο λοιπόν! Τώρα! Κάντο τώρα!
Κι ύστερα σιωπή. Δεν ξανακούστηκε τίποτα.
Πέρασαν χρόνια. Η Σοφία βρέθηκε πριν λίγα χρόνια νεκρή στο σπίτι της. Νεκρή κάποιες ημέρες και κανείς δεν την είχε δει. Παθολογικά αίτια.
Δεν ξέρω τι απόγινε το μικρό αγόρι ο Πέτρος. Δεν ξέρω αν με θυμάται καμιά φορά και τι έχει κρατήσει μέσα του για μένα. Ελπίζω να σκέφτεται ότι ένας άνθρωπος μια φορά προσπάθησε για το καλό του, ξεπερνώντας τις όποιες προκαταλήψεις και τον αδιάφορο κοινωνικό περίγυρο και έβαλε μπροστά μόνο την αγάπη και τίποτα άλλο. Γιατί ο Πέτρος ήταν ένα μικρό απροστάτευτο αγόρι. Ένα παιδί. Είχε ανάγκη την αγάπη και την φροντίδα όπως και όλα τα παιδιά.Να είναι χαρούμενο και γελαστό.
Αλλιώς, πώς μπορούμε και κοιμόμαστε ήσυχοι με τόση βία γύρω μας; Σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας; Είμαστε άνθρωποι ή τέρατα εντέλει;
Γιατί η αδιαφορία είναι έγκλημα. Το μεγαλύτερο από όλα. Κι αν θες να λέγεσαι άνθρωπος, και τον μπελά σου θα βρεις και με τα θηρία θα τα βάλεις. Αλλιώς πήγαινε σε μια τρύπα και περίμενε να πεθάνεις, μη βλέποντας γύρω σου και μην ακούγοντας τίποτα. Καλός άνθρωπος πάντως δεν θα είσαι. Το: εγώ κοιτάζω την δουλειά μου και δεν με αφορά τι γίνεται δίπλα, δεν υπάρχει! Γιατί όταν δίπλα σου διαπράττονται εγκλήματα βίας κι εσύ σφυρίζεις αδιάφορα, είσαι ένοχος φίλε!
Είσαι ένοχος.
Κι εσείς εκεί που φτιάχνετε νόμους, σκεφτείτε λίγο περισσότερο τις αδύναμες ψυχές των παιδιών. Γιατί, για τα όποια συναισθήματα των παιδιών, είμαστε υπεύθυνοι εμείς. ΟΙ μεγάλοι . Και οι μεγάλοι δεν είμαστε πάντα καλοί.
* Το άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr
Καλημέρα. Σας ευχαριστώ για την φιλοξενία σχετικά με το κείμενό μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή