|
Αριστερά στην φωτό ο Στάθης Ασημάκης |
Δεν μας έφταναν οι παράλογες και παράνομες διεκδικήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο και την
Ανατολική Μεσόγειο, προστέθηκαν πρόσφατα, σαν «αλατοπίπερο», και οι διεκδικήσεις τους,
αναφορικά με το… κοκορέτσι!
Ειδικότερα, σύμφωνα με γνωστό ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό, κεντρικό θέμα της εφημερίδας
«Al Aksam» τις προηγούμενες μέρες, και μάλιστα πρωτοσέλιδο, είναι η πατρότητα ορισμένων
παραδοσιακών φαγητών, τόσο στην ελληνική, όσο και στην τουρκική κουζίνα.
Στόχος τους να δείξουν ότι οι Έλληνες προσπαθούν να οικειοποιηθούν γνωστά φαγητά τους π.χ. το κοκορέτσι.
Εκ πρώτης όψεως, η προσπάθεια αυτή των Τούρκων μοιάζει να είναι για γέλια, εντούτοις όμως
μπορεί να θεωρηθεί σκόπιμη, προκειμένου να υποδαυλίσει στο τουρκικό ασυνείδητο την
εχθρότητα για τους γείτονές τους Έλληνες, με στόχο να περάσει στον απλό λαό το μήνυμα ότι τάχα οι
Έλληνες τούς κατακλέβουν και τους καταπατούν παντού, ακόμα και στο…. κοκορέτσι!
Τονίζουν, λοιπόν, εμφατικά ότι οι ισχυρισμοί των Ελλήνων ότι κάποια φαγητά είναι ελληνικά, δεν
ευσταθούν, και αναλύουν ότι είναι δημιουργίες της τουρκικής κουζίνας.
Συγκεκριμένα, η ενλόγω εφημερίδα γράφει:
«Μετά τον μπακλαβά και το τζατζίκι, η Ελλάδα οικειοποιείται το κοκορέτσι και το ιμάμ μπαϊλντί».
Στη διαμάχη αυτή μπήκαν και τα ελληνικά Μ.Μ.Ε. ώσπου παρενέβη ο υπέροχος γνωστός σε
όλους μας σεφ κ. Ηλίας Μαμαλάκης.
Μάλιστα, αυτός, αναφερόμενος στην ελληνοτουρκική διένεξη για το κοκορέτσι, ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής:
«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα» και συμπλήρωσε:
«Το κοκορέτσι είναι βαλκανικό προϊόν, απ’ εκεί ξεκίνησε και
υιοθετήθηκε πολύ νωρίς, τον 19ο αιώνα και από τους Έλληνες και από τους Τούρκους. Έχουμε
μαρτυρίες ότι ο Καραϊσκάκης ήταν μάστορας στο σπληνάντερο και στο κοκορέτσι.
Μιλάμε για κάτι που ξεκινά από το 1800. Το τούρκικο κοκορέτσι με
το ελληνικό κοκορέτσι δεν έχουν καμιά σχέση
μεταξύ τους.[…] Είναι πολύ μεγάλες διαφορές των δυο πιάτων.»
Ο πρώτος ισχυρισμός του Ηλία Μαμαλάκη ότι:
«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα» είναι σωστός, ο δεύτερος όμως ισχυρισμός του ότι: «Το
κοκορέτσι είναι βαλκανικό προϊόν» θέλει συζήτηση, μάλλον διευκρινίσεις, γιατί στη βαλκανική
υπάρχουν και οι Έλληνες και οι Σλάβοι και οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι.
Επειδή σίγουρος δρόμος για να βρεθεί άκρη στο υπόψη ζήτημα δεν υπάρχει, επειδή είναι απίθανο
να υπάρξει ιστορικό ντοκουμέντο, που να αποδεικνύει με σιγουριά την πατρότητα του
κοκορετσιού, γι΄ αυτό θα πρέπει να ρωτήσουμε το ίδιο το κοκορέτσι, δηλαδή το όνομά του, από που
κρατάει η σκούφια του, και τότε μάλλον μπορούμε να σιγουρευτούμε από πού και πότε εμφανίστηκε.
Ειδικότερα, εάν αναλύσουμε τη λέξη κοκορέτσι, θα δούμε ότι αυτή προέρχεται μάλλον από τη
ρωμαϊκή εποχή. Συγκεκριμένα, πρέπει να είναι σύνθετη από τις λατινικές λέξεις:
1. Coquo που σημαίνει οπτώ = ψήνω π.χ. κρέατα,
ψωμί (βλέπε Λατινοελληνικό λεξικό Στέφανου Κουμανούδη).
Εξάλλου, και τα αραχοβίτικα γλυκά κοκοτάκια (οι γνωστές σε όλους μας δίπλες) έχουν την ίδια
γλωσσική βάση, τη λατινική λέξη coquo, καθόσον αυτά ψήνονται μέσα σε λάδι που βράζει.
2. Restis, is που σημαίνει: σειρά, σπείρα, σχοινί.
Η λέξη σπείρα, όμως, (βλέπε Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης του Ι. Σταματάκου) σημαίνει,
μεταξύ άλλων, «παν το ελικοειδές, συνεστραμμένο ή τυλιγμένο πέριξ τινός»
Οπότε από το κοκορέστι, με αντιμετάθεση των (σ) και (τ), προκύπτει το κοκορέτσι (κοκορέστι >
κοκορέτσι) και κατά βάση η λέξη αυτή σημαίνει:
ψημένο κρέας ή ψήνω κρέας, που είναι τυλιγμένο ελικοειδώς.
Η περίπτωση το κοκορέτσι να έχει βλάχικη προέλευση, δηλαδή μεταγενέστερη, είναι λιγότερο
πιθανή, διότι δεν προκύπτει εύκολα γλωσσικά από τη σύνθεση των πιθανών βλάχικων λέξεων κόκου
(από τη λατινική coquo) που σημαίνει οπτώ, κοινώς ψήνω, μαγειρεύω και των λέξεων τσιόρου ή τσόρου ή τσιτσιόρου, ουσιαστικό αρσενικό τσιοάρι και τσοάρι και τσιτσιοάρι που σημαίνει πόδι, σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό Κουτσοβλαχικής του Κ.
Νικολαΐδη (Αθήνα 1909) ή τη λέξη τσιοάρα = σχοινί (λεπτό), σύμφωνα με το Ελληνοβλαχικό λεξικό του ιστότοπου «w.w.w. Βλάχοι.net»
Πάντως, είτε ισχύει η πρώτη, είτε η δεύτερη εκδοχή, το κοκορέτσι δεν έχει ούτε σλαβική, ούτε
αλβανική, ούτε τουρκική προέλευση, αλλά διαδόθηκε στη βαλκανική, είτε κατά τους
ρωμαϊκούς χρόνους, που είναι και το πιο πιθανό κατά τη γνώμη μας, είτε αργότερα, μέσω των
Βλάχων της βαλκανικής.
Με την ευκαιρία αυτή, να αναφέρω, σχετικά με την ποιότητα του εν λόγω εδέσματος, τη δήλωση
ενός ειδήμονα περί το κοκορέτσι Αραχοβίτη, καθόσον αυτός υπήρξε επί πολλά χρόνια βοσκός
στον Παρνασσό και στη συνέχεια επί πολλά χρόνια κρεοπώλης στην Αράχοβα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν, το πρώτης ποιότητας κοκορέτσι φτιάχνεται χωρίς… συκώτι,
δηλαδή μόνο από πνευμόνι, καρδιά και έγκλιση του ζώου (αρνιού ή κατσικιού) σε επαναλαμβανόμενες
σειρές και, βεβαίως, με μπόλικο έντερο για περιτύλιγμα.
Όσον αφορά τη χρήση συκωτιού, αυτό αυξάνει μεν την ποσότητα του υπόψη προϊόντος, αλλά
υποβαθμίζει την ποιότητά του και μάλιστα, όσο περισσότερο συκώτι περιέχει το κοκορέτσι, τόσο
χαμηλότερη και η ποιότητα του εν λόγω εδέσματος.