Το όνομά της ένας θρύλος. Το χάρισμα της φωνής της μια ατόφια πηγαία δύναμη. Κυρίες και κύριοι, η ιέρεια του δημοτικού τραγουδιού!
Η Φιλιώ Πυργάκη εδώ και δεκαετίες υπηρετεί τη δημοτική μουσική παράδοση και αποτελεί όχι μόνο σταθερή αξία, αλλά και μια συνταρακτική εμπειρία για όσους είχαν την ευκαιρία και τη χαρά να παίξουν και να συνεργαστούν μαζί της. Η ένταξή της στη δισκογραφική Κολούμπια τη δεκαετία του ’60 σφραγίζει την αρχή μιας σπουδαίας καριέρας στο δημοτικό τραγούδι, αμέτρητων συνεργασιών και ηχογραφήσεων με τους καλύτερους οργανοπαίχτες του είδους, πάνω από διακόσιους δίσκους και αμέτρητα χιλιόμετρα σε γάμους, πανηγύρια, χορούς και συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Συναντήσαμε τη Φιλιώ Πυργάκη στο κέντρο Αγρίμια όπου εμφανίζεται και λίγο προτού ανέβει στη σκηνή μας μίλησε για μια ζωή γεμάτη ταξίδια και αθάνατα κλαρίνα.
Από πού κατάγεστε και πώς αγαπήσατε τόσο πολύ το δημοτικό τραγούδι;
Γεννήθηκα στον Ασπρόκαμπο της ορεινής Κορινθίας. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήξεραν πολλά δημοτικά τραγούδια, πολλά από αυτά που λέμε επιτραπέζια. Τραγούδια της τάβλας. Από αυτούς τα έμαθα, ερασιτέχνες ήταν, δεν το έκαναν επαγγελματικά, αλλά όπου υπήρχε γλέντι, γάμος και χαρά σε όλα τα γειτονικά χωριά φώναζαν τους γονείς μου να τραγουδήσουν. Και πάντα με έπαιρναν μαζί τους. Όλα τα τραγούδια της τάβλας που λέω τα έμαθα από τον πατέρα μου, τον Σπύρο Πυργάκη. Τα χρόνια τότε ήταν σκληρά, η οικογένειά μου φτωχή ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μουσική δεν είχαμε στο σπίτι, αλλά ο πατέρας μου πάντα τραγουδούσε. Θυμάμαι όταν πήγαινα να φυλάξω τα πρόβατα, η μοναδική χαρά μου ήταν να λέω τα τραγούδια που μου μάθαινε τα βράδια ο πατέρας μου.
Όχι, δεν φοβόμουν καθόλου, τραγούδαγα και χόρευα μόνη μου. Έβλεπα το βουνό και αυτό μου έδινε δύναμη να τραγουδήσω. Ετσι έμαθα τη φωνή μου. Δεν πήγα σε κάποιο ωδείο, ούτε είχα κάποιον δάσκαλο για να μου πει. Το τραγούδι έγινε από πολύ νωρίς μια καθημερινή ασχολία και κάπου βαθιά μέσα μου ήθελα τόσο πολύ να γίνει η ζωή μου. Ο πατέρας μου σιγά σιγά με έβαζε και τραγούδαγα μαζί του. Πήγαμε και στα πανηγύρια και έτσι άρχισα να αποκτώ την εμπειρία του κόσμου. Μου άρεσε πολύ που ο κόσμος διασκέδαζε με τα τραγούδια μου.
Σε τι ηλικία κάνατε την πρώτη σας επίσημη και μεγάλη εμφάνιση;
Προτού βγω με ορχήστρα είχα τραγουδήσει σε πολλά πανηγύρια. Σε κάποιο από αυτά με άκουσε ο Κοντογιώργος (σ.σ.: Κώστας), ένας σπουδαίος κλαρινίστας. Αυτός κάτι κατάλαβε ‒ 14 χρόνων ήμουν και με πήρε να παίξουμε σε ένα πανηγύρι στα Κιόνια Κορινθίας. Από τότε με πήρε και στην ορχήστρα του. Πηγαίναμε μαζί στα πανηγύρια του νομού και όπου αλλού μας ζητούσαν.
Ο Κώστας Κοντογιώργος σάς έφερε και στην Αθήνα για να ηχογραφήσετε μαζί τον πρώτο δίσκο που κυκλοφορήσατε
Ναι, αυτός με παρακίνησε και με έφερε 17 χρόνων στην Κολούμπια. Εκεί με ακούσανε και θυμάμαι του είπε ο Μηλιόπουλος (σ.σ.: Νίκανδρος) που ήταν διευθυντής: «Είναι πολύ καλή. Να της βρεις τραγούδια και να τη βάλεις γρήγορα να γράψει τον πρώτο της δίσκο». Το πρώτο δισκάκι που βγάλαμε το 1964 ήταν το «Πέντε παιδιά μαλώνανε». Κλαρίνο ο Κοντογιώργος, βιολί ο Κόρος (σ.σ.: Γιώργος), σε μικρό δισκάκι, από τη μια μεριά ήταν το ένα τραγούδι και από την άλλη το «Εμένα μου το’ παν’ τα πουλιά».
Τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα τότε, οι γονείς σας δεν έφεραν καμία αντίρρηση να ακολουθήσετε αυτό τον δρόμο;
Όχι, καμία. Με άφησαν ελεύθερη. Δεν έκαναν τίποτα για να με εμποδίσουν. Απεναντίας, μπορώ να σας πω ότι ήταν περήφανοι και χαρούμενοι για την εξέλιξή μου, αφού με έμαθε και με αγάπησε όλος ο κόσμος.
Από το ’64 μέχρι σήμερα η ζωή σας είναι ένας μεγάλος δρόμος. Ταξίδια, δίσκοι, γιορτές, πανηγύρια, γάμοι και εσείς πάντα πιστή στο δημοτικό τραγούδι.
Βέβαια. Από την αρχή σε αυτό αφοσιώθηκα. Μικρή, μου άρεσαν και άλλα τραγούδια, όχι μόνο τα δημοτικά. Αλλά ο Μηλιόπουλος της Κολούμπια δεν με άφησε να πω λαϊκά. «Να συνεχίσεις το δημοτικό» μου έλεγε πάντα. Χρωστάω πολλά και οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Κώστα Κοντογιώργο που με στήριξε και αυτός με πολύ ωραίες ηχογραφήσεις τότε. Και μέχρι σήμερα και όσο αντέχω αυτό θα κάνω. Και είμαι πολύ ευχαριστημένη, γιατί το λέει και μια παροιμία. Θα στην πω να τη μάθεις κι εσύ, Γιάννη μου: «έσπειρα και θερίζω». Και θερίζω ακόμη. Απέκτησα φίλους, πολύ καλούς, που με ακολουθούσαν όλα αυτά τα χρόνια και με ακολουθούν μέχρι τώρα.
Τι είναι αυτό που σας δίνει δύναμη να κρατήσετε ζωντανό το δημοτικό τραγούδι;
Η νεολαία και ο κόσμος που με λατρεύει. Αυτό μου δίνει κουράγιο και χαρά. Οσο αντέχω και βλέπω ότι ο κόσμος με αγαπά και με δέχεται, θα συνεχίσω να τραγουδάω με όση δύναμη μου απομένει. Και αν κάτι πρέπει να μάθετε πιο καλά εσείς οι νέοι, αυτό είναι το ότι δεν πρέπει να χαθεί το δημοτικό τραγούδι. Αυτό το τραγούδι είναι η ζωή μας. Η αρχή και το τέλος της ζωής μας.
Το έχουμε «νερώσει» όμως λίγο τα τελευταία χρόνια, το έχουμε αλλάξει το αυθεντικό δημοτικό τραγούδι...
Το ξέρω. Είμαστε λίγοι αυτοί που πατάμε στο αυθεντικό δημοτικό. Μετρημένοι. Γι’ αυτό άλλαξε με τα χρόνια. Το έχουν αλλοιώσει τώρα, δεν είναι το δημοτικό το γνήσιο που ήταν μια φορά. Κοιτάνε να το κάνουν πιο μοντέρνο. Εμένα δεν μου αρέσει το μοντέρνο. Εγώ είμαι βλάχα και βέρα βλάχα. Είναι τιμή μου μεγάλη αυτό που λέω. Οι καινούργιοι έχουν καλές φωνές, αλλά δεν το ’χουνε. Καθεμία κοπελίτσα που βγαίνει, τη δουλειά της θέλει να κάνει, να φάει ψωμάκι θέλει. Αλλά θα πρέπει να μάθει δυο πράγματα, την ιστορία των τραγουδιών αυτών. Γι’ αυτό λέω ότι είναι λίγες αυτές που βαστάνε. Θα ’ναι κρίμα απ’ τον Θεό να πάει χαμένο το δημοτικό τραγούδι. Αλλά οι ρίζες του είναι εκεί που πάντα ήταν. Αυτές δεν άλλαξαν. Ούτε μπορούν να αλλάξουν, γιατί είναι πολύ βαθιές.
Εσείς τραγουδήσατε με τα καλύτερα κλαρίνα της γενιάς σας και παίξατε με σπουδαίους μουσικούς
Με όλους έχω παίξει και όλους τους θυμάμαι όμορφα. Πρόλαβα και τραγούδησα με τον γέρο τον Σαλέα που μου έλεγε «έλα, νιανιαράκι μου, έλα να τραγουδήσεις να χαρούμε». Με όλους τραγούδησα. Δούλεψα πολλά χρόνια με τον Γιάννη τον Μπρουκλόγιαννη από την Τρίπολη. Με τον Βασίλη τον Σούκα έχω παίξει, με τον Γιάννη τον Βασιλόπουλο και όλους τους Βασιλοπουλαίους, τον Κώστα τον Γιαούζο, τον Κοκοντίνη, τον Γιώργο τον Μάγκα, παλιά κλαρίνα και αυθεντικά. Και εγώ βοήθησα πολλές νέες τραγουδίστριες. Δεν θα σου πω ονόματα, δεν θέλω. Θα σου πω ένα αφού, προς τιμήν της, το έχει πει η ίδια. Η Ελένη Βιτάλη το έχει δηλώσει ότι η Πυργάκη τη βοήθησε να βγει στη σκηνή.
Σε όλο αυτό το μεγάλο ταξίδι της καλλιτεχνικής σας ζωής, ειδικά στα πανηγύρια, θα πρέπει να ζήσατε όμορφες αλλά και πολλές άσχημες στιγμές...
Κοίτα, αγόρι μου, έχω ζήσει άσχημες στιγμές. Πολλές. Αλλά δεν το έβαλα κάτω. Ποτέ. Και ο κόσμος όταν πίνει κάνει τρέλες. Και φέρεται άσχημα και τσακώνεται και χαλάει το κέφι. Αλλά εμένα δεν με πτόησαν ποτέ τα άσχημα περιστατικά. Εγώ είχα πάντα τον κόσμο μαζί μου, με αγαπούσε και με σεβόταν. Δεν με ένοιαζαν οι φασαρίες. Από τα πρώτα χρόνια το ήξερα ότι θα ήταν δύσκολος ο δρόμος αυτός για μια γυναίκα, αλλά κάθε φορά που ανέβαινα να τραγουδήσω, κάθε φορά που ένιωθα στο μυαλό μου τη δύναμη της φωνής μου, τα ξεχνούσα όλα. Θα σου πω, όμως, ότι αν κάτι με επηρέασε και με πείραξε ήταν που κάποια στιγμή κάποιοι πάλεψαν να με ρίξουν κάτω. Πάλεψαν πολύ, αλλά δεν τα καταφέρανε.
Ποιοι θέλησαν να σας ρίξουν;
Κάποιοι συνάδελφοι. Ας μην τους αναφέρουμε. Μιλάμε για πόλεμο. Ομως, εμένα δεν μπόρεσαν να με φάνε, γιατί είχα αυτό εδώ: το λαρύγγι μου. Τη φωνή μου. Αυτό το χάρισμα που μου έδωσε ο Θεός μου χάρισε χαρά, λεφτά και δόξα μεγάλη. Εχω κάνει πολλά, έχω κάνει όλα όσα θέλει ένας τραγουδιστής. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτε, τη δουλειά μου την αγαπώ πάρα πολύ. Και άλλη μια ζωή αν είχα, πάλι τραγουδίστρια θα ήμουν και πάλι δημοτικά θα έλεγα. Τώρα που μεγάλωσα, αν κάτι δεν μπόρεσα να κάνω, είναι ένας τελευταίος δίσκος, αδιαθέτησα όμως και δεν τα κατάφερα. Αλλά δεν βαριέσαι...
Μέσα στο παιχνίδι είναι αυτά, αλλά κανένας δεν κατάφερε να σας εμποδίσει. Γυρίσατε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά πήγατε και πολλές φορές στο εξωτερικό για να τραγουδήσετε...
Στα μέρη της Λιβαδειάς και της Λαμίας με ζητάνε συνέχεια. Εχω γυρίσει όλη την Ελλάδα. Πήγα στο εξωτερικό. Στην Αμερική έχω πάει πάνω από δέκα φορές, στον Καναδά, στη Γερμανία, στη Σκανδιναβία. Εχω δει πολύ ωραία μέρη εκεί πάνω. Στην Αυστραλία έχω πάει τέσσερις φορές. Μου ζητήσανε πολλές φορές να καθίσω να κάνω καριέρα εκεί, αλλά εγώ δεν ήθελα να ξενιτευτώ.
Απ’ όλα τα μέρη που έχετε δει ποιο σας άρεσε πιο πολύ;
Το Λας Βέγκας, η πόλη με τα φώτα. Πολύ μου άρεσε. Εκεί τραγούδησα και σε κέντρα και σε γάμους. Μου λέγανε αλλά δεν ήθελα να μείνω. Πήγα πολλές φορές, έμεινα λίγο καιρό αλλά δεν κάθισα. Το Λας Βέγκας γι’ αυτό είναι, να πας να τους τα πάρεις και να φύγεις (γέλια).
Τι τραγούδια θα γράφατε σήμερα;
Τσάμικα πάλι. Αμα βρω κάτι που θα μου ταιριάζει μπορεί και να το κάνω. Αυτή είναι η ζωή μου. Η ζωή μου όλη είναι το δημοτικό τραγούδι. Οσο αντέχω και βλέπω ότι ο κόσμος με θέλει και με ζητάει, θα συνεχίσω να τραγουδάω. Το παράπονό μου είναι ότι θέλω να μείνει το δημοτικό εκεί που ήταν κάποτε, στις καρδιές των ανθρώπων. Γι’ αυτό σου είπα, αγόρι μου, χαίρομαι όταν βλέπω τους νέους που έρχονται να με ακούσουν και μου ζητάνε τα παλιά τραγούδια και όχι τα μοντέρνα. Αυτό είναι που μου δίνει δύναμη να ζω.
Αν η ζωή ήταν ένα μόνο τραγούδι, ποιο θα ήταν αυτό;
«Της μάνας το όνομα μένει». Αυτό θα ήτανε.
Πηγή: documentonews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ.