Ενα μαύρο κύμα απλώνεται, σαν τσουνάμι και τυλίγει γύρω γύρω το ιστορικό κτήριο του Πολυτεχνείου. Ονομάζεται γκράφιτι – ή ποστ γκράφιτι όπως λένε οι ειδήμονες- και διχάζει ήδη τους Αθηναίους.
Είναι ωραίο; Είναι επιτρεπτό; Είναι αστική τέχνη; Είναι ασέβεια προς την αρχιτεκτονική και αστική ιστορία της πόλης; Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν εδώ και τρεις μέρες όταν αποκαλύφθηκε το γκράφιτι που απλώνεται στις όψεις του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου τόσο στην Στουρνάρη όσο και στην Πατησίων. Παραμένει άγνωστο το συνεργείο γκραφιτάδων που το δημιούργησε, αν και είναι εντυπωσιακό ότι κάλυψαν τόσο μεγάλη έκταση -χρειάστηκαν προφανώς ώρες, μάλλον μέρες- χωρίς να γίνει αντιληπτό ποιοί είναι και χωρίς να μπορέσουν οι αρχές του Πολυτεχνείου να τους διακόψουν.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που βρίσκουν πως το γκράφιτι είναι ενδιαφέρον, πως τους αρέσει αυτή η παρέμβαση πάνω στο κτίριο. Είναι όμως ακόμα περισσότεροι αυτοί που διαφωνούν κάθετα, όχι μόνο ως προς την ομοιότητα ή τέχνη της παρέμβασης, αλλά κυρίως ως προς την απόλυτη αδιαφορία για την ιστορικότητα του κτηρίου.
Το κτίριο οικοδομήθηκε σε τρεις διαφορετικές φάσεις αρχής γενομένης από το 1862. Διαβάζουμε στο πολύτιμο αρχείο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών:
«Το συγκρότημα του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπως υφίσταται σήμερα, οικοδομήθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Μεταξύ των ετών 1862-1876, ανεγέρθηκαν τα δύο κτίρια προς την οδό Πατησίων (της Σχολής Καλών Τεχνών και της Πρυτανείας) και το κεντρικό (της Αρχιτεκτονικής Σχολής), με κληροδοτήματα των ομογενών Νικολάου Στουρνάρη, Μιχαήλ και Ελένης Τοσίτσα, και συμπληρωματικά του Γεωργίου Αβέρωφ. Και τα τρία βασίστηκαν σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885), του οποίου υπήρξαν "το κατ' εξοχήν" (Δ. Φιλιππίδης), το "κορυφαίο έργο" (Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ), και σε κάθε περίπτωση ένα από τα σημαντικότερα νεοελληνικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του 19ου αιώνα. Στα δύο πρώτα, ο δωρικός ρυθμός συνδυάζεται, όπως παρατηρεί η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, "με μια ελαφράδα και χάρη σπάνια", ενώ το τρίτο, το μνημειακό "Αβερώφειο" με το υπερυψωμένο ιωνικό πρόπυλο εμπρός και το αναγεννησιακό ημικύλινδρο ("ροτόντα") πίσω, χαρακτηρίστηκε ως μια σύνθεση όπου "η αρχαία Ελληνική τέχνη, η Ρωμαϊκή και εκείνη της Αναγεννήσεως έδωκαν τα χέρια" (Μ. Καλλιγάς-υπήρξαν, ωστόσο, και αρνητικές κριτικές, από τον σύγχρονο του αρχιτέκτονα Αν. Θεοφιλά ώς τον μεταγενέστερο Κ. Μπίρη).
Κατά τον 20ό αιώνα, καθώς αυξάνονταν ολοένα οι ανάγκες του Ιδρύματος, οικοδομήθηκε αρχικά το κτίριο Γκίνη (μεταξύ των ετών 1930-1935, προς τιμή του πρύτανη Άγγελου Γκίνη) στην οδό Στουρνάρη, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη (1892-1969), απόφοιτου της γερμανικής σχολής του Berlin-Charlottenburg, εκπρόσωπου ενός ιδιόρρυθμου δυναμικού νεοακαδημαϊσμού, που προωθεί μια σύνδεση παλαιοτέρων και νεοτέρων μορφών, με παλινδρομήσεις ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασικό. Προς τις οδούς Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας (όπου κατά τον 19ο αιώνα είχε ανεγερθεί μηχανουργείο με καμινάδα), προστέθηκαν, τέλος, μεταπολεμικά (μεταξύ των ετών 1950-1957), οι πτέρυγες Χημικών Μηχανικών και Μηχανολόγων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Κριεζή (1880-1967), απόφοιτου της σχολής του Μονάχου, πρώιμου εκφραστή μιας τάσης που επιδιώκει τη λειτουργικότητα και την αξιοποίηση των μοντέρνων δομικών υλικών, σε συνδυασμό με την αναζήτηση μιας "ελληνικότητας". Το συγκρότημα του Πολυτεχνείου συνδέθηκε άρρηκτα με τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, από τη στιγμή που απετέλεσε το σκηνικό της εξέγερσης κατά του δικτατορικού καθεστώτος, τον Νοέμβριο του 1973. »