20 Δεκεμβρίου 2014

Δίστομο : Διένυσαν 220 χλμ. για εκφράσουν ένα «ευχαριστώ» στην δασκάλα τους ,32 χρόνια μετά.






Η ξεχωριστή ιστορία δύο μαθητών και της δασκάλας τους
Ήταν ένα πρωινό Κυριακής του Νοέμβρη όταν χτύπησε το τηλέφωνο της κυρίας Ελένης Μπόκου. Η συνταξιούχος σήμερα φιλόλογος, που ζει πλέον στο ψηλότερο σπίτι του λόφου της πόλης του Διστόμου, κάστρο το έλεγαν παλιά, δέχτηκε μια απρόσμενη επίσκεψη.

Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου

Αν και 32 χρόνια μετά, η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν γνώριμη, το ακουσμα του ονόματος ανέσυρε αναμνήσεις από την αλησμόνητη για τους πρωταγωνιστές της, δεκαετία του '80. Μια δεκαετία όπου οι σχολικές αίθουσες του κέντρου των Αθηνών, από τις οποίες πέρασε η νεαρή τότε φιλόλογος, ήταν γεμάτες παιδιά άναρχα, αδιάφορα, απόκληρα, παιδιά με ένα κοινό προσωνύμιο: «αλήτες»... 

Στο τηλέφωνο ήταν ο Γιάννης, «ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς» του τεχνικού λυκείου Κορωπίου που δίδαξε στα νιάτα της η κ. Μπόκου, ο οποίος 32 χρόνια μετά είχε ταξιδέψει μαζί με τον συμμαθητή του Γιώργο μέχρι το Δίστομο για να εκφράσουν, ετεροχρονισμένα, ένα ευχαριστώ για τον διαφορετικό δρόμο που τους δίδαξε κάποτε. Όπως μας είπαν η κ. Μπόκου ήταν από εκείνους τους καθηγητές , από εκείνους τους δασκάλους, «που δεν προσπαθούν απλά να μπουν στην τάξη αλλά στην καρδιά των μαθητών που την απαρτίζουν, από εκείνους τους καθηγητές που δεν περιθωριοποιούν τους άναρχους, αλλά διαθέτουν το σθένος και την σοφία να αντιμετωπίσουν ακόμα και την αλητεία με σεβασμό. Αυτός είναι ο λόγος που θελήσαμε να την συναντήσουμε ξανά μετά από τόσα χρόνια».


«Εγώ όταν πήγα να διδάξω, ήμουν 22 χρόνων, είχα μόλις τελειώσει την σχολή. Αλλά δεν φοβόμουν τίποτα. Είχα μεγαλώσει πολύ μακριά από την Αθήνα, στο ωραιότερο βουνό, στην Πίνδο. Μην κοιτάς τώρα που έχω κατέβει στο Δίστομο, ο έρωτας με παρέσυρε εδώ» αναφέρει χαριτολογώντας η κ. Μπόκου με τον ίδιο δυναμισμό που φαντάζομαι ότι έδειξε κάποτε, τότε που, όπως μας λέει, περνούσε ανάμεσα από 100 σταθμευμένα μηχανάκια, στην είσοδο του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας, με το κεφάλι ψηλά χωρίς να την πειράξει κανείς.

«Πριν πάω στο Τεχνικό Λύκειο Κορωπίου προσπαθώντας να τιθασεύσω αυτούς εδώ τους δύο που ήρθαν σήμερα να με δουν, είχα περάσει κι από την Γκράβα. Θα έχεις ακούσει τι σήμαινε Γκράβα εκείνα τα χρόνια. Όταν τον Οκτώβριο, αφότου είχε αρχίσει η σχολική χρονιά, μπήκα στο γραφείο του διευθυντή και του ανακοίνωσα πως είμαι η καινούργια φιλόλογος μου είπε να κοιτάξω τις ώρες μου στον ήδη ανηρτημένο πίνακα. Όπου έγραφε το όνομα Χατζής θα δίδασκα εγώ. Τα επόμενα πέντε λεπτά μια συνάδελφος με κοιτούσε με οίκτο. 
“-Για ποια θέση είσαι;
-Φιλόλογος, μου είπαν να πάρω τις ώρες του Χατζή. 
-Nα δούμε εσύ πόσο θα αντέξεις , γιατί μέχρι στιγμής για την θέση έχουν έρθει 3”…
Σε πληροφορώ πως έκατσα όλη τη χρονιά κι όχι μόνο έκατσα, αλλά κατάφερα να βγω κι από την κεντρική πόρτα στο τέλος. Την πρώτη φορά που μπήκα στην αίθουσα την θυμάμαι μέχρι και σήμερα. Μόλις γύριζα να γράψω στον πίνακα, πίσω μου επικρατούσε μια ασταμάτητη βαβούρα, σαν τιτίβισμα. Την στιγμή που έκανα να γυρίσω για να δω τι συμβαίνει, η βαβούρα σταματούσε ως δια μαγείας, κουρδισμένοι να ήταν οι μαθητές λιγότερο συγχρονισμένα θα το έκαναν. Όταν η πρώτη ώρα τελείωσε, με ρώτησαν ειρωνικά “Θα μείνετε κυρία;”. Τότε θυμάμαι πως χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι και είπα “Ναι θα μείνω, είτε το θέλετε, είτε όχι, πρέπει να σας μάθω κάποια πράγματα» διηγείται η κ. Μπόκου. 


Λίγες μέρες αργότερα όπως διευκρινίζει κατάφερε να την αποδεχτούν. «Τα παιδιά της περιοχής προέρχονταν από φτωχές οικογένειες. Την φτώχεια, ειδικά εμείς που μεγαλώσαμε σε χωριά, την είχαμε συνηθίσει και δεν μας τρόμαζε. Θυμάμαι πως όταν καθόμασταν στο τραπέζι με τους γονείς μου να φάμε, όσο κι αν πεινούσαμε κρατούσαμε μια μερίδα μήπως περάσει κάποιος ξένος. Έπρεπε να έχουμε κάτι να φιλέψουμε τον ταξιδιώτη που θα σταματούσε για λίγο, μετά από ώρες πεζοπορίας στο δύσβατο βουνό. Μπορεί τα σπίτια να ήταν πέντε όλα κι όλα, αλλά ήταν ανοιχτά… Στην πρωτεύουσα βέβαια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι γονείς χαμένοι στη μάχη της επιβίωσης, τα παιδιά παραβατικά, η κατάσταση έκρυθμη, ο τεντιμποϊσμός των προηγούμενων ετών είχε παραφραστεί σε αλητεία και οι νέοι, προσκείμενοι εκ φύσεως σε κάθε τι ανατρεπτικό ή ριζοσπαστικό, σε κάθε μορφή αντίστασης κι αντίδρασης, προσπαθούσαν να ενταχθούν σε ομάδες εν είδει αναγνώρισης. 

Το πρόβλημα όμως που εντόπιζα εγώ, δεν ήταν η απρεπής συμπεριφορά των νέων, αλλά η καταδίκη τους και η περιθωριοποίησή τους με αφορμή τον “τίτλο του αλήτη” αλλά και η απουσία συμπόνιας από μέρους των “μεγάλων”, συναίσθησης της κατάστασης και φυσικά σεβασμού. Πως περιμένεις ένα παιδί, και δει ένας έφηβος, να εκφράσει κάτι που δεν έχει εισπράξει ποτέ από κανέναν; Εκείνη την μέρα λοιπόν σήκωσα έναν μαθητή στον πίνακα. Ήταν ένα ψηλό παλικάρι, λίγο άχαρο, όπως όλοι οι έφηβοι που ψηλώνουν απότομα. Μόλις γύρισε να γράψει, είδα τους συμμαθητές του να τον κοροϊδεύουν για το κοντό του παντελόνι, ένα παντελόνι που δεν ήταν κοντό από μόδα αλλά από ανέχεια – ο Κωστής είχε ψηλώσει και οι γονείς του δεν είχαν λεφτά να του πάρουν άλλο. Τότε ήταν που χτύπησα για άλλη μια φορά το χέρι στην έδρα και τους μίλησα για την άγνωστη, μέχρι τότε, έννοια του σεβασμού. Αυτός είναι και ο λόγος που νομίζω πως κατάφερα να βγω από την κεντρική έξοδο στο τέλος της χρονιάς χωρίς να κουνηθεί φύλλο. Το ότι αντιμετώπισα την «αλητεία» με σεβασμό!» 


Την περίοδο εκείνη, όπως αναφέρει η κ. Μπόκου, όταν οι καθηγητές έβγαζαν την βαθμολογία στο τέλος της χρονιάς, συνήθιζαν να φεύγουν από την πίσω έξοδο του σχολείου για να μην εμπλακούν με μαθητές που είχαν εχθρικές διαθέσεις για τα αποτελέσματα. «Είχα σοκαριστεί όταν το άκουσα. Το θεώρησα απαράδεκτο. Όταν είπα ότι θα βγω από μπροστά, ένας συνάδελφος με προέτρεψε να μην το κάνω. Φυσικά δεν τον άκουσα. Καθώς διέσχιζα το προαύλιο κατευθυνόμενη προς την έξοδο κι ενώ ο επιστάτης ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα, άκουγα τον ήχο από τα παραταγμένα μηχανάκια και από τις φωνές των μαθητών που ήταν κρεμασμένοι στα κάγκελα περιμένοντας την βαθμολογία. Φυσικά και φοβήθηκα, κυρίως εξαιτίας αυτών που είχα ακούσει. Έπρεπε όμως να προχωρήσω. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως θα αντιμετώπιζα τα παιδιά με τον ίδιο φόβο που αντιμετωπίζεις έναν εγκληματία, θα ήταν σαν να τα εξισώνω με εκείνον. Όσο πλησίαζα, οι φωνές γίνονταν πιο έντονες μέχρι που ανάμεσα στο πλήθος ακούστηκε δυνατά η φωνή ενός μπροστάρη, «Η Μπόκου είναι!». Η πόρτα άνοιξε κι εγώ προχώρησα προς τα έξω. Μέχρι να στρίψω στη γωνία με έλουζε κρύος ιδρώτας, παρόλο που δεν είχα τίποτα να φοβηθώ προσωπικά. Όση ώρα περνούσα ανάμεσα από τα παπάκια και τους συγκεντρωμένου μαθητές σε πληροφορώ πως δεν κουνήθηκε φύλλο! Από όλη εκείνη την χρονιά είχα κερδίσει κάτι πολύ σημαντικό, το ίδιο νομίζω κι εκείνοι» συμπληρώνει η κ. Μπόκου.

Οι απρόσμενοι επισκέπτες της, ο Γιάννης και ο Γιώργος, 50 χρονών πια, δεν παρουσιάζουν μεγάλη ηλικιακή διαφορά από την φιλόλογο τους. «Ούτε τότε φαινόταν διαφορά» διευκρινίζει ο Γιάννης. «Αν σκεφτείς ότι καθένας από εμάς είχε μείνει τουλάχιστον μια χρονιά, καταλαβαίνεις πως δεν απείχαμε και πολύ. Είναι αναμενόμενο σήμερα να επικοινωνούμε. Αλλά ειναι εντυπωσιακό πως επικοινωνούσαμε και τότε. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που πήραμε την απόφαση να έρθουμε μέχρι εδώ να την δούμε. Συναντώντας τυχαία μια παλιά συμμαθήτρια, μάθαμε πως την είχε εντοπίσει στο Δίστομο που έμενε τα τελευταία χρόνια. Εκείνη μας έδωσε και το τηλέφωνό της. Αλλά δεν θελήσαμε να την πάρουμε από πριν, θέλαμε να της κάνουμε έκπληξη και να διαπιστώσουμε αν μας θυμάται. Όπως βλέπεις το πέρασε το τεστ» αναφέρει ο Γιάννης και γελούν κι οι τρεις. 


«Έχουμε ανακαλύψει τα ίχνη της εδώ και έξι... μήνες. Προσπαθούσαμε να βρούμε ένα κοινό κενό Σαββατοκύριακο. Έτσι σήμερα καβαλήσαμε το αυτοκίνητο κι ήρθαμε να πιούμε έναν καφέ. Όταν έναν άνθρωπο τον εκτιμάς, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θες να τον συναντήσεις ξανά. Έχεις μαζί του να συζητήσεις, να αναπολήσεις τόσα πολλά. Αυτή εδώ η κυρία που βλέπεις ήταν η μόνη που τόλμησε να μας πάει τριήμερη εκδρομή, τρεις μέρες ήταν τότε. Σίγουρα δεν ήμασταν τα καλύτερα παιδιά, αλλά μόνο την ποινή και την τιμωρία είχαμε ως τότε αντιμετωπίσει. Έπρεπε να είμαστε πιο ενεργοί, έπρεπε να διαβάζουμε, έπρεπε να μην κάνουμε κοπάνες, έπρεπε να μην δημιουργούμε φασαρίες, έπρεπε … μόνο έπρεπε βασικά. Αλλά και που τα κάναμε τι έγινε; Εγώ τώρα είμαι λογιστής κι ο Γιάννης έμπορος. Δεν είμαστε και πολύ αλήτες όπως βλέπεις. Απλώς η συνηθέστερη μέθοδος πειθαρχίας τότε ήταν το ξύλο και η τιμωρία. Δεν ασχολούνταν και πολύ οι καθηγητές για να σου δώσουν να καταλάβεις με άλλο τρόπο τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς σου στην προσωπική σου εξέλιξη και ζωή. Τουλάχιστον από τους δικούς μας καθηγητές ακόμα κι όσοι το προσπάθησαν το έκαναν με λάθος τρόπο. Η μόνη που το έκανε σωστά είναι η υποφαινόμενη» συμπληρώνει ο Γιώργος.

Η συνάντηση τους κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Στο βωμό των αναμνήσεων, κατατέθηκαν μικρά και μεγάλα περιστατικά άλλα αστεία κι άλλα σοβαρά. Η τριήμερη εκδρομή στο Βόλο που πραγματοποιήθηκε συνοδεία της κ. Μπόκου, η οποία παρά το νεαρό της ηλικίας της ή ίσως και χάριν αυτού, ήταν η μόνη που δέχτηκε να τους συνοδεύσει, κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος της κουβέντας. 

«Δεν ήταν ότι δεν ήμουν αυστηρή, φαντάσου κατά την διάρκεια της εκδρομής κάποια στιγμή τους απείλησα πως θα κατέβω αφήνοντας τους μόνους. Κανένας τους δεν θέλησε. Το θέμα είναι πως τα παιδιά θέλουν σπρώξιμο αλλά όχι με βέργα. Αυτός εδώ ο πρόεδρος που βλέπεις, μέχρι πως ο πατέρας του είχε φύγει μετανάστης στη Γερμανία μας είχε πει για να αποφύγει να μαθευτούν οι πομπές του. Ώσπου κάποια μέρα ήρθε ο πατέρας του στο σχολείο κι όλοι τον ρωτούσαμε πως και γύρισε τόσο σύντομα από τα ξένα» αναφέρει η κ. Μπόκου…


«Όταν τον είδα μου κόπηκαν τα πόδια. Ξύλο μετά μουσικής έφαγα όταν γυρίσαμε σπίτι» συμπληρώνει ο Γιάννης. «Μην κοιτάς τώρα που δεν χτυπάνε ούτε οι γονείς ούτε οι καθηγητές και καλά κάνουν φυσικά. Τότε ίσχυε το ρητό “όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος”».

Οι τρεις τους δεν παρέλειψαν να αναφερθούν και στις διαφορετικές εκείνες εποχές. «Τότε που τα τετράδια είχαν ομοιογένεια – όλα ήταν μπλε με μια μόνο διακριτική ετικέτα που έγραφε επάνω “Διεθνές” και κάτω “SUPER” με κεφαλαία γράμματα – και που τα βιβλία έγραφαν πίσω ΟΕΔΒ – αρχικά που οι μαθητές συνήθιζαν να παραφράζουν σε "όταν έχω διάβασμα βαριέμαι" και άλλα τέτοια- τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από σήμερα. Αν και η Αθήνα του ‘80 δεν είχε να επιδείξει κάτι το σημαντικά "διαφορετικό" , υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές σε σχέση με σήμερα. Το όλο κλίμα αυτής της αμφιλεγόμενης δεκαετίας, η στασιμότητα στην εξέλιξη της πόλης και η διόγκωση χρόνιων προβλημάτων ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά της περιόδου. Η ελληνική κοινωνία βίωνε τότε βαθιές μεταλλάξεις και αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στον πολιτικό αρχαϊσμό και την απαρχή ενός κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Η πολιτική, οι ιδεολογικές συγκρούσεις, η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η λειτουργία του κράτους, η ποπ κουλτούρα, ο καταναλώσιμος, η μαζική διασκέδαση και το life style, η τρομοκρατία, η νέα παραβατικότητα, ο λαϊκισμός ήταν εκεί. Η πολύ σκληρή πολιτικοποιημένη φάση είχε αρχίσει να ατονεί στη δεκαετία του ’80 και για πρώτη φορά εμφανίζονταν νέες κουλτούρες και νέες συμπεριφορές, πολύ πιο σύγχρονες. Το πολιτικό σύστημα βέβαια κρατούσε σχεδόν όλες του τις παραδοσιακές πρακτικές, αυτό το πελατειακό και σαθρό υπόβαθρο, αλλά η κοινωνία σε επίπεδο καθημερινότητας και σε επίπεδο προσλαμβανουσών από το μαζικό πολιτισμό άρχιζε να γίνεται εξωστρεφής. Σε αυτές τις εποχές η έννοια του παιδιού-βασιλιά δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί, ήρθε πολύ αργότερα. Τότε το παιδί απλά μεγάλωνε… Αυτό ήταν ίσως και το βασικότερο πρόβλημα…» συμπληρώνει η κ. Μπόκου, η οποία έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί. 

Λίγο πριν το τέλος της συνάντησης γίνεται λόγος για την πορεία που ο καθένας ακολούθησε. Η κ. Μπόκου, τα τελευταία χρόνια υπήρξε λυκειάρχης στο Γενικό Λύκειο του Διστόμου. Ο Γιώργος έγινε λογιστής, κι ο Γιάννης έχει ανοίξει μια μικρή επιχείρηση στο Κορωπί. Οικογένειες, παιδιά, η πολιτική κατάσταση του σήμερα, το δυσοίωνο μέλλον, το όμορφο παρελθόν και το μεγάλο ευχαριστώ για την διαφορετική οπτική της ζωής ήταν εν συντομία όλα όσα ακολούθησαν. 


Το σημαντικότερο όμως εκείνου του πρωινού δεν ήταν τα λόγια αλλά τα συναισθήματα που ενέπνεε η συνάντηση των μελών του Γ3, με κυρίαρχα την νοσταλγία και την εκτίμηση. Πέραν αυτών όμως έντονη ήταν και η λύπη, όχι για την εποχή του ‘80 που είχε πλέον παρέλθει ανεπιστρεπτί αφήνοντας παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές τις παθογένειές της. Λύπη για τα σχολικά χρόνια που πέρασαν, με εκπαιδευτικούς που στην πλειονότητά τους αντιλαμβάνονταν την εκπαιδευτική διαδικασία ως διεκπεραιωτική εργασία και τους εφήβους ως παπαγαλάκια, που έπρεπε να αποστηθίσουν τις οδηγίες χρήσης της μετέπειτα ζωής. Αυτή ήταν άλλωστε όπως καταλάβαμε και η ειδοποιός διαφορά που διαχώριζε την κ. Μπόκου από όλους τους άλλους, το γεγονός πως αντιλαμβανόταν όλα τα παιδιά αδιακρίτως σαν τους δυνητικούς προφήτες ενός καλύτερου αύριο….

Blog Widget by LinkWithin